Αρνητική ενίσχυση: Πότε έχει αποτέλεσμα σε ένα νήπιο και πότε όχι;
Τι είναι αυτή η συμπεριφοριστική τεχνική και σε ποιες περιπτώσεις αξίζει να τη δοκιμάσουμε; Μια ειδικός απαντά.
Πρόσφατα έγινα μία από εκείνες τις μαμάδες που συνήθως παρατηρείς με νεύρα ή συμπόνοια αλλά σε κάθε περίπτωση με ανακούφιση γιατί δεν είσαι στη θέση τους: ο 2χρονος γιος μου, δυσαρεστημένος που δεν τον άφησα να πάρει όλα τα μπαλόνια από το stand ενός καταστήματος, άρχισε να θρηνεί και να κοπανιέται στο πάτωμα. Η αρχική μου αντίδραση, μέσα στην αμηχανία μου, ήταν να του παίρνω διαρκώς τα μπαλόνια από τα χέρια, αλλά βλέποντας ότι το μόνο που έκανε η συμπεριφορά μου ήταν να τον κάνει να τρέχει ξανά και ξανά προς το stand, αναγκάστηκα να τον πάρω και να φύγουμε από το κατάστημα.
Παίρνοντάς του τα μπαλόνια μέσα από τα χέρια εφάρμοζα άθελά μου αυτό που οι ειδικοί αποκαλούν «αρνητική ενίσχυση». Έτσι ονομάζεται μια συμπεριφοριστική τεχνική όπου απομακρύνουμε ή αποφεύγουμε ένα ερέθισμα στην προσπάθειά μας να ενθαρρύνουμε μια θετική συμπεριφορά ή έκβαση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως η αρνητική ενίσχυση δεν είχε αποτέλεσμα. Πότε λειτουργεί και πότε όχι;
«Η αρνητική ενίσχυση είναι ένα περίπλοκο ζήτημα γιατί ενώ κάποιες φορές φαίνεται ότι απομακρύνοντας ένα ερέθισμα θα βελτιώσουμε μια κατάσταση, στην πράξη μπορεί να συμβεί το αντίθετο», επισημαίνει η Αμερικανίδα παιδοψυχολόγος Anna Shier.
«Αν κάθε φορά που ένα νήπιο ουρλιάζει βλέποντας ένα σκύλο, εσείς το απομακρύνετε από το σκύλο, το νήπιο μαθαίνει ότι το ουρλιαχτό είναι ένας τρόπος να αποφεύγει τα τρομακτικά πράγματα, με αποτέλεσμα να είναι πιο πιθανό να ουρλιάξει και στο μέλλον», φέρνει ως παράδειγμα η Shier και προσθέτει: «Αν όμως αποσπάσουμε την προσοχή του από μα αρνητική συμπεριφορά και προσπαθήσουμε να ενθαρρύνουμε και να στηρίξουμε συμπεριφορές που ευνοούν την κοινωνικοποίηση, τότε το παιδί μας είναι πιο πιθανό να συνεχίσει να συμπεριφέρεται θετικά γιατί θα έχει μάθει ότι παίρνει περισσότερο προσοχή όταν είναι “καλό” παρά όταν είναι “κακό”».
Αν δηλαδή είχα αντιδράσει διαφορετικά στο κατάστημα και αντί να παίρνω διαρκώς τα μπαλόνια από τα χέρια του παιδιού μου είχα προσπαθήσει να στρέψω την προσοχή του προς μια γωνιά δημιουργικής απασχόλησης που υπήρχε εκεί, επαινώντας το μόλις θα έπιανε στα χέρια του τούς μαρκαδόρους, ίσως να είχα αποφύγει το ξέσπασμά του εφαρμόζοντας, έστω και εν αγνοία μου, τη λεγόμενη «θετική ενίσχυση» (προσφορά ενός ερεθίσματος για να ενθαρρύνουμε μια θετική συμπεριφορά).
Και σίγουρα έτσι θα ήταν λιγότερο πιθανό σε μια επόμενη επίσκεψή μας στο ίδιο κατάστημα να αρχίσει πάλι να τρέχει διαρκώς προς το stand με τα μπαλόνια, σε μια προσπάθεια να κερδίσει όχι μόνο περισσότερα μπαλόνια αλλά και την αμέριστη προσοχή της μαμάς – έστω και αν αυτή η προσοχή θα εκφραζόταν με θυμό. Κι αυτό γιατί, όπως εξηγεί η Αμερικανίδα ειδικός, «όταν δίνουμε προσοχή στο παιδί μας εξαιτίας της “κακής” συμπεριφοράς του, έστω και αν αυτή η προσοχή εκφράζεται με θυμό, τότε το παιδί μας θα συνεχίσει να συμπεριφέρεται άσχημα δοκιμάζοντας τα όριά μας, στην προσπάθειά του να αποσπάσει από το γονιό οποιοδήποτε είδος προσοχής μπορεί».
«Για ένα παιδί, ακόμα και η προσοχή που τού δίνεται μέσα από το θυμό, είναι καλή προσοχή», συνοψίζει η Shier.
Σε ποιες περιπτώσεις όμως μπορούμε να καταφύγουμε στην αρνητική ενίσχυση;
«Η αρνητική ενίσχυση έχει αποτέλεσμα όταν ενισχύει μια επιθυμητή συμπεριφορά. Αν για παράδειγμα παίρνοντας το αυτοκινητάκι από τα χέρια του έφηβου γιου μας τού αφήνουμε περισσότερο χρόνο για να μελετήσει, τότε η αρνητική ενίσχυση ενισχύει την επιθυμητή συμπεριφορά», εξηγεί η παιδοψυχολόγος.
Η ίδια όμως σπεύδει να διευκρινίσει ότι «όταν το μόνο που κάνουμε από ένα παιδί είναι να του στερούμε πράγματα, τότε αυτό το παιδί σταδιακά θα σταματήσει να προσπαθεί για οτιδήποτε. Επομένως, η επιδοκιμασία και η θετική ενίσχυση είναι επίσης πολύ σημαντικά».
Ένας ακόμα παράγοντας που καθορίζει την επιτυχία της αρνητικής ενίσχυσης είναι το πώς την εφαρμόζουμε. Αν δηλαδή, παρόλο που στερούμε από το παιδί μας ένα ερέθισμα, παραμένουμε υποστηρικτικοί και τρυφεροί απέναντι στο παιδί μας, είναι πιθανότερο η τεχνική μας να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Μπορούμε για παράδειγμα να εκφράσουμε στο παιδί μας «τη λύπη μας που πρέπει να του πάρουμε κάτι που ξέρουμε ότι αγαπάει γιατί θέλουμε να του δείξουμε ότι μια αρνητική συμπεριφορά του έχει συνέπειες». Κι αυτό γιατί είναι σημαντικό τα παιδιά να γνωρίζουν πως «όπως μπορούν να κερδίσουν επαίνους και επιβραβεύσεις για μια καλή συμπεριφορά, έτσι μπορούν και να χάσουν προνόμια για μια κακή», συμπληρώνει η ειδικός.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι να βρούμε μια ισορροπία ανάμεσα στην αρνητική και τη θετική ενίσχυση.
«Μελέτες δείχνουν ότι και η θετική ενίσχυση είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο για γονείς, καθώς διδάσκει στα παιδιά ότι όταν συμπεριφέρονται με θετικούς τρόπους έχουν την ευκαιρία να κερδίσουν κάτι».
Ακολουθώντας λοιπόν τις συμβουλές της παιδοψυχολόγου, αν στην επόμενη επίσκεψή μας στο κατάστημα ο γιος μου αρχίσει να ζωγραφίζει με τους μαρκαδόρους στη γωνιά δημιουργικής απασχόλησης, θα προσπαθήσω να τον ενθαρρύνω να το συνεχίσει, για παράδειγμα επαινώντας τον και δίνοντάς του –τουλάχιστον– ένα μπαλόνι.