Μια μέρα με τη Λώρη Κέζα
Με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο «10 μέρες με την τρελογιαγιά» συζητάμε μαζί της για τις ανησυχίες μιας σύγχρονης μαμάς με πολλές ιδιότητες!
Αρθρογράφος, ενεργός δημοσιογράφος, τα βιβλία σας βρίθουν κοινωνικών θεμάτων και προβληματισμών. Στο σπίτι με τα παιδιά συζητάτε καθόλου αυτού του είδους τα θέματα;
Ναι, τα συζητάμε, αλλά με τρομάζει κάπως ότι μικρά παιδιά έχουν άποψη για τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Αλέξη Τσίπρα. Δεν θα ήθελα να υποστούν πλύση εγκεφάλου, όπως τα δωδεκάχρονα που εγγράφονταν κάποτε στην παιδική οργάνωση του κομμουνιστικού κόμματος ή να έχουν μονόπλευρη ενημέρωση, όπως τα παιδιά του κατηχητικού. Από την άλλη, πρέπει να ξέρουν ότι οι άστεγοι αυξήθηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης, ότι η κρίση είναι αποτέλεσμα κακών πολιτικών επιλογών και ότι τους πολιτικούς τους ψηφίζουμε για να παίρνουν αποφάσεις.
Θυμάστε κάποια ερώτηση-απορία των παιδιών σας που σας έφερε σε αμηχανία ή δυσκολευτήκατε να απαντήσετε;
Ναι, με ρώτησαν αν έχω απατήσει τον πατέρα τους και αν έχω εραστή. Τους είπα να κάνουν τη δουλειά τους και να μην γίνονται αδιάκριτες. Δεσμεύτηκα ότι δεν θα τους κάνω ποτέ τέτοιες ερωτήσεις, αλλά αν θελήσουν, θα ακούσω πρόθυμα μια εξομολόγησή τους. Είναι καλό να υπάρχουν όρια και ρόλοι στην οικογένεια. Δεν είμαστε φιλαράκια.
Όταν πέφτετε για ύπνο, σας διαβάζουν οι κόρες σας παραμύθια;
Διαβάζουμε ταυτόχρονα η καθεμιά το δικό της βιβλίο. Η μικρότερη που είναι 8 ετών διαβάζει λιγότερη ώρα και διαλέγει βιβλία που έχουν αρκετές εικόνες. Η μεγαλύτερη που είναι 10 ετών διαβάζει τρία με πέντε βιβλία την εβδομάδα, στα γαλλικά, ελληνικά και αγγλικά. Εγώ περισσότερο γράφω παρά διαβάζω.
Θα θέλατε να γράψετε μαζί τους κάποια ιστορία;
Μου αρέσει να μιλάμε και να αφηγούμαστε τις ιστορίες της ημέρας, αλλά η λογοτεχνία είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, είναι μια μοναχική και εσωστρεφής διαδικασία. Δεν υπάρχει συλλογικότητα στη συγγραφή.
Τώρα που έχουν μεγαλώσει συζητάτε για τα βιβλία σας (τα παιδικά εννοώ); Τους ζητάτε τη γνώμη τους πριν εκδοθούν;
Ναι, ζητάω τη γνώμη τους, αλλά βαριούνται αφόρητα να διαβάζουν φωτοτυπίες και να αναλύουν τα γραφόμενά μου. Από την πλευρά μου το βρίσκω λίγο ναρκισσιστικό να τους ζητώ να ασχολούνται με το μεγαλείο του έργου μου. Αρκεί που τις κουβαλάω μαζί μου σε εκδηλώσεις σε βιβλιοπωλεία κι έχουν ακούσει πενήντα φορές τα ίδια πράγματα.
Όταν ήσασταν μικρή, είχατε κάποιον φανταστικό φίλο;
Όχι, δεν είχα και ταράχτηκα όταν έμαθα ότι έχει φανταστικό φίλο η μικρή μου κόρη. Μου τα είπε όλα μαζεμένα σε ένα απόγευμα, αιφνιδιαστικά. Νόμισα στην αρχή ότι έχει κάποια σοβαρή διαταραχή, αλλά αμέσως άρχισα να διαβάζω για το ζήτημα. Διαπίστωσα ότι είναι κάτι σύνηθες και φυσικό. Δεν είχα ιδέα και μου κάνει εντύπωση που κανένας φίλος μου δεν μου είχε πει ποτέ ότι είχε φανταστικό φίλο στα παιδικά του χρόνια.
Από πού αντλείτε έμπνευση για τα θέματά σας;
Από την πολιτική επικαιρότητα, από όσα συμβαίνουν γύρω μας, από τα ταξίδια μου, από τα μικρά περιστατικά της καθημερινότητας, από πράγματα που διαβάζω και πράγματα που ακούω.
Μιλήστε μας λίγο για το τελευταίο σας βιβλίο.
Μια σύνοψη: Η Βιργινία και η Καρολίνα πηγαίνουν για δέκα μέρες στα Βίλια, στο αγρόκτημα της Αμερικανίδας γιαγιάς τους, η οποία έχει ταξιδέψει από την Τουλούζη ως τη Σαραγόσα με το μηχανάκι της, έχει ζήσει τα γεγονότα του Μάη του ’68 στο Παρίσι, έχει φίλες από την Ιαπωνία και τη Σουηδία. Όταν φτάνουν στο αγρόκτημα, τα κορίτσια μαθαίνουν ότι η γιαγιά ξεκίνησε μαθήματα αραβικών με δάσκαλο έναν καινούριο φίλο, τον Λιβανέζο γείτονα ο οποίος εκτρέφει άλογα.
Μέσα στο δεκαήμερο τα κορίτσια θα κάνουν μια ακίνητη βόλτα με το παλιό μηχανάκι, θα χορέψουν χορό της κοιλιάς, θα στήσουν στον κήπο ινδιάνικη σκηνή, θα βρουν φωτογραφίες του παππού από την Αφρική και θα αναρωτηθούν αν εκμεταλλεύτηκε τους ιθαγενείς για να πλουτίσει.
Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η ξενοφοβία που εμφανίζεται ως ντόμινο: οι Αμερικανοί περιφρονούν τους Ινδιάνους, οι Γάλλοι θεωρούν χαζούς τους Αμερικανούς, οι Έλληνες φοβούνται ότι οι μετανάστες θα τους κλέψουν ενώ οι ίδιοι είναι παιδιά μεταναστών, οι Βέλγοι φέρονται βάρβαρα στο Κονγκό, οι Ιάπωνες τα κάνουν όλα ανάποδα.
Είναι ένα μυθιστόρημα για τις διαρκείς μετακινήσεις των ανθρώπων, για τις συνήθειες που αλλάζουν από τόπο σε τόπο κι από εποχή σε εποχή. Είναι ένα μυθιστόρημα για την αρμονική συνύπαρξη.
Τι στάθηκε αφορμή για να γράψετε το «10 μέρες στην τρελογιαγιά»;
Πάντα ήθελα να γράψω κάτι σχετικό, καθώς η ίδια νιώθω τον διχασμό των ανθρώπων που έχουν δύο πατρίδες. Θέλω να πω, δεν υπήρξε κάποιο συμβάν που να έγινε αφορμή, το θέμα της ξενοφοβίας και της ξενοφιλίας υπάρχει στη ζωή μου.
Πόσο δικά σας στοιχεία περιέχονται στη δράση και στους χαρακτήρες του βιβλίου;
Η τρελογιαγιά είναι μια ακραία εκδοχή της μητέρας μου η οποία έχει κάνει όλα αυτά τα ταξίδια και είναι ένα πολύ ανατρεπτικό άτομο, με αστείρευτο χιούμορ και ανεξάντλητη καλοσύνη. Μιλάει και εκείνη κάνοντας λάθη στις πτώσεις και στα γένη, αγαπάει την Ελλάδα αλλά την κρίνει αυστηρά, προτιμά να κάνει παρέα με ξένους οι οποίοι υμνούν τον ήλιο και το κλίμα όχι όμως την ανοργανωσιά του ελληνικού κράτους. Τα κοριτσάκια θυμίζουν πολύ τις κόρες μου, όπως επίσης την αδελφή μου κι εμένα σε εκείνη την ηλικία.
Το βιβλίο διατρέχει δεκαετίες, διαφορετικές εποχές, διαφορετικές κουλτούρες, αλλά και διαφορετικές περιοχές. Κάνει ένα ταξίδι στον χώρο, τον χρόνο, τους πολιτισμούς. Τι είναι αυτό που θα θέλατε να μείνει σε ένα παιδί αφού τελειώσει την ανάγνωση του βιβλίου σας;
Θέλω να μείνει μια ευχάριστη ανάμνηση και ο ενθουσιασμός από τη συνύπαρξη ανθρώπων που έχουν διαφορετική καταγωγή. Έχει πάρα πολλά πραγματολογικά στοιχεία το βιβλίο, αν μείνει κάτι, θα είναι θετικό. Ας πούμε ότι οι κανόνες ευπρέπειας αλλάζουν από χώρα σε χώρα, δηλαδή αυτό που εμείς οι Δυτικοί κρίνουμε ως σωστό, σε άλλα σημεία του πλανήτη είναι λάθος.
Πώς σας ήρθε η ιδέα της «ανάποδης μέρας» που ζούνε κάποια στιγμή οι ηρωίδες του βιβλίου;
Τι να σας πω, είχα φτιάξει ένα σχεδιάγραμμα με τις μέρες που περνούν τα κορίτσια στο αγρόκτημα της γιαγιάς και προσπαθούσα να σκεφτώ πώς θα οργάνωνα τον χρόνο αν ήμουν η οικοδέσποινα για δυο κοριτσάκια. Κάνω διάφορα τέτοια κυρίως όταν έχουμε επισκέπτες. Για παράδειγμα είχα οργανώσει για παιδάκια από τη Γαλλία έναν ορθόδοξο γάμο. Ο ένας ντύθηκε παπάς με ένα μαύρο φόρεμά μου και φούμο για μούσι, η άλλη ντύθηκε νύφη, είχαμε και κάτι κηροπήγια που τα περιφέραμε στον χορό του Ησαΐα. Πλάκα είχε.
Ζητάτε από τη μαμά σας βοήθεια ή συμβουλές ως προς το μεγάλωμα των παιδιών σας;
Φυσικά και όχι. Όταν ήταν βρέφος η πρώτη μου κόρη, μου πρότεινε να πετάξω το γάλα σκόνη και να δίνω αγελαδινό από το σούπερ μάρκετ, επειδή η σκόνη είναι χημικά. Κατόπιν μου είπε ότι η αποστείρωση του μπιμπερό είναι μια υστερία και ότι πρέπει να αφήσω το βρέφος πιο κοντά σε μια φυσική ζωή. Τι να πω; Ότι μου αγόρασε μηχανάκι όταν ήμουν 14 ετών; Βεβαίως όταν της τα λέω αυτά απαντά: «Μια χαρά σε μεγάλωσα, είσαι ευτυχισμένη και υπεύθυνη και σπούδασες και έκανες καριέρα και ταξίδεψες και μπλα μπλα μπλα επειδή ήσουν ελεύθερη από μικρή μπλα μπλα μπλα». Εντάξει, δίκιο έχει.
Πώς βλέπετε στις μέρες μας τον ρόλο του παππού και της γιαγιάς; Είναι τόσο ενεργός όσο ήταν και στο παρελθόν;
Συχνά βλέπω μια απίστευτη εκμετάλλευση των παππούδων και αντιμετώπιση σαν να είναι υπηρετικό προσωπικό. Δεν λέω να μην βοηθά ο ένας τον άλλο, αλλά το δεδομένο ότι η γιαγιά και ο παππούς θα προσαρμόσουν όλο τους το πρόγραμμα για να είναι άνετα τα παιδιά τους, αυτό με ξεπερνάει. Η ελληνική κοινωνία είναι κοινωνία κακομαθημένων παιδιών που γίνονται κακομαθημένοι ενήλικες. Βλέπω σε δημόσιους χώρους, στο πάρκο, στην παραλία, στο καράβι, ανθρώπους της ηλικίας μου που μιλάνε άσχημα στους γονείς τους και οι γονείς να υποτάσσονται, αποδέχονται ότι είναι εκεί για να υπηρετούν. Όλο αυτό πάει πακέτο με σπίτια που χτίζονται ώστε να ζουν ο ένας στον πάνω όροφο και ο άλλος στον κάτω, με τα κλειδιά απέξω. Αυτό το μοντέλο τυπικής ελληνικής οικογένειας εμένα με πνίγει.
Σε ποιο βιβλίο που έχετε διαβάσει δεν θα θέλατε σε καμία περίπτωση να ταυτιστείτε με την ηρωίδα;
Στο «Μαντάμ Μποβαρύ». Μου φαίνεται νωθρή, το απόλυτο θύμα, ηττοπαθής και ιδιοτελής.
Αν σας δινόταν η αφορμή και η ευκαιρία να αλλάξετε χώρα, πού θα θέλατε να πάτε να ζήσετε; Και ποιο μέρος θα θεωρούσατε ιδανικό για να μεγαλώσουν οι δύο σας κόρες;
Μου αρέσουν πολύ οι Βρυξέλλες επειδή είναι μεγάλη πόλη χωρίς μητροπολιτικό χάος και έχει κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, με ωραίες ισορροπίες ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο. Εννοείται ότι μου αρέσει η γενέτειρά μου, το Μόντρεαλ, αν και έχει δύσκολο χειμώνα για όσους ζούμε μόνιμα στη νότια Ευρώπη.
Τι διαβάζετε αυτό το διάστημα;
Πιέρ Λοτί, «Madame Chrysanthème».
Με αφορμή το βιβλίο σας «Καλύτερα καρούμπαλο», πώς καταφέρνετε εσείς να σηκώνετε τα παιδιά σας από τον καναπέ ή να τα αποσπάτε από τα ηλεκτρονικά gadgets;
Με αυστηρότητα και επιβολή. Δεν κάνω συζήτηση. Έχουν συγκεκριμένο χρονικό όριο για όλα. Αν δεν κλείσουν την τηλεόραση, την κλείνω εγώ. Αν την ξανανοίξουν, κλείνω τον γενικό διακόπτη ρεύματος. Δηλαδή μια φορά έκλεισα τον γενικό και πήγαν για ύπνο στα σκοτάδια, έψαχναν για πιζάμες χωρίς φως. Τις έβαλα ακόμα και να βουρτσίσουν τα δόντια στα τυφλά. Βεβαίως καταλαβαίνω τους γονείς που δίνουν ένα τάμπλετ και ξενοιάζουν, είναι σαν να δίνουν ηρεμιστικό.
Στο βιβλίο σας «Η ώρα είναι εκατό», θέτονται ζητήματα «χρόνου»… Εσείς πόσο καλή σχέση έχετε με τον χρόνο;
Έχω ψυχαναγκασμό με τη συνέπεια και καθυστερώ σε μια συνάντηση μόνο αν είναι κάτι πάνω από τις δυνάμεις μου ή πολύ σοβαρό. Προκειμένου να μην αγχώνομαι στις φιλικές συναντήσεις, ζητώ να μη δίνουμε ραντεβού σε γωνίες και προτείνω ευρύ χρονικό περιθώριο, του τύπου «θα περάσω από το σπίτι το απόγευμα».
Υπάρχει κάτι νέο που ετοιμάζετε και θα έχουμε τη χαρά να διαβάσουμε;
Γράφω μυθιστόρημα ενηλίκων με ήρωα έναν συνταξιούχο βιοτέχνη και πολλά άλλα πρόσωπα μέσα από τα οποία γίνεται περιγραφή της οικονομικής κρίσης στη σύγχρονη Ελλάδα.