«Θα σε πετάξω στη θάλασσα αν δεν ηρεμήσεις», του είπε
Τι μηνύματα περνάει σε ένα παιδί τεσσάρων χρονών η φράση που ξεστόμισε μια μητέρα ασυλλόγιστα;
«Θα σε πετάξω στη θάλασσα» του είπε, κι εκείνο, τεσσάρων μόλις χρόνων, την κοίταξε στα μάτια και έτρεξε στην αγκαλιά της φοβισμένο.
Μόλις το άκουσα μαγκώθηκε η ψυχή μου και αναρωτήθηκα, γιατί; Έτυχε να είμαστε στο ίδιο πλοίο και κάπου εκεί άρχισαν οι σκέψεις μου από αυτή τη φράση της άγνωστης μάνας..
Γιατί, στα πρώτα του τέσσερα χρόνια, να νιώθει μια τόσο μεγάλη ανασφάλεια η οποία να προκαλείται από τον άνθρωπο που το έφερε στη ζωή..;
Στην ηλικία αυτή, όλη του η ύπαρξη εξαρτάται από τον άνθρωπο που του λέει πως αν δεν κάτσει φρόνιμος θα τον πετάξει στην θάλασσα…
Λες και είναι κάτι τόσο ασήμαντο ή αδιάφορο γι’ αυτήν η ύπαρξή του και απλά θα το πετάξει…
Τί μηνύματα του δίνει; Τι μηνύματα λαμβάνει αυτό το παιδί;
Πού είναι η ενσυναίσθηση; Γιατί περιμένει πως σε ένα ταξίδι τεσσάρων ωρών ένα μικρό παιδί τεσσάρων χρόνων θα κάτσει «φρόνιμο» σε μια καρέκλα και θα περιμένει να φτάσει σιωπηλό στον προορισμό του;
Στο μεταξύ πριν τον «πετάξει» στη θάλασσα, θα έρθει και ο καπετάνιος να του κάνει παρατήρηση, θα μπει τιμωρία στο σκοτεινό δωμάτιο του πλοίου και θα φωνάξουν το όνομά του από το μεγάφωνο, όπως τόσο αναλυτικά άκουσα να προσπαθεί να τον φοβίσει.
Πόση προσοχή λοιπόν θα λάβει λοιπόν αυτό το παιδί, σε αυτό το πλοίο, από όλους τους καπετάνιους, τις θάλασσες, τα μεγάφωνα επειδή ως τετράχρονο επέδειξε «μη ενήλικη» συμπεριφορά…;
Κι αν δεν τα καταφέρει; Tι θα απογίνει αν δεν τα καταφέρει και φερθεί σαν παιδί;
Απλά, με μία κίνηση, χωρίς ίχνος μεταμέλειας , το παιδάκι αυτό θα «πεταχτεί» στη θάλασσα.
Όχι όμως στην γνωστή μας, του Αιγαίου, αλλά σε μια πιο σκοτεινή θάλασσα, πιο παγωμένη, μακριά από συναισθήματα και γεμάτη με απειλές. Μια θάλασσα όπου θα φυσάει αεράκι αδιαφορίας και θα σε καίει ένας ήλιος ανασφάλειας όσο μεγαλώνεις. Όπου για να επιβιώσεις θα χρειαστεί να βρεις την καλύτερη δυνατή μάσκα και να τη φορέσεις αμέσως.
Τη μάσκα των καλύτερων δυνατών εαυτών που μπορείς να φοράς για να ικανοποιείς αρχικά την μαμά σου και μετά όλους τους άλλους.
Μέσα από αυτή θα μπορείς να αναπνέεις, να υπάρχεις, να ζεις… Εσύ, το παιδί και το κάθε παιδί που η μαμά του το «πετάει στη θάλασσα» για να ηρεμήσει..
Σε έναν κόσμο όπου μάνες θρηνούν τα παιδιά τους που πνίγηκαν στ’ αλήθεια στη θάλασσα…
Ενώ εκείνη του λέει, απλά, για 3η ή 4η φορά:
«Θα σε πετάξω στη θάλασσα», και θα δαγκώνει ανενόχλητη το μπισκότο της.