Now Reading
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη… 30+ συγγραφείς γιορτάζουν την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού βιβλίο με ένα νέο παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη… 30+ συγγραφείς γιορτάζουν την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού βιβλίο με ένα νέο παραμύθι

30 ξεχωριστά παραμύθια που δημιουργήθηκαν με αφορμή τη φράση «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη»

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη… όπου η Αγγελική Λάλου είχε την ιδέα να προ(σ)καλέσει αγαπημένους φίλους συγγραφείς παιδικών βιβλίων να γράψουν ένα μικρό παραμύθι με θέμα «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη» και με αυτόν τον τρόπο να γιορτάσουν την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου κι ίσως να καταφέρουν να γλυκάνουν τη φετινή άνοιξη… Ευχαριστώ όσες/όσους δέχτηκαν την πρόκληση παρά το κάλεσμα της τελευταίας στιγμής και τη διορία της μόλις μία εβδομάδας…

Απολαύστε το παραμυθένιο αποτέλεσμα!

Φραντζέσκα Αλεξοπούλου Πετράκη – Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μια άνοιξη…

Σαρωτική!

Ναι! Αυτή είναι η λέξη που της ταιριάζει! Μια άνοιξη που πλημμύρισε τον κόσμο λουλούδια. Λουλούδια και αρώματα, και χρώματα, και ζουζουνάκια, και πεταλούδες, και χελιδόνια και… Ομορφιά παντού.

Τόσα πολλά χρώματα έβλεπα τριγύρω μου που ζαλιζόμουν πραγματικά! Οι ανθομυρωδιές με αποτέλειωναν κυριολεκτικά. Λες και όλα τα φυτά στον κόσμο να είχαν βαλθεί να σκεπάσουν τα πάντα! Σαν ένα πυκνο-υφασμένο χαλί σκέπασαν τα σπίτια, τους κήπους, τους δρόμους! Συνέχισαν ορμητικά και αδιάντροπα να κουκουλώνουν τις πολυκατοικίες, τα εργοστάσια, τα γήπεδα, τα αεροδρόμια.

Στην αρχή οι άνθρωποι προσπάθησαν να φέρουν στα μέτρα τους αυτό το θρασύτατο χαλί που επεκτεινόταν με γρήγορη ταχύτητα. Γρήγορα όμως ανακάλυψαν ότι αυτό ήταν αδύνατο και χωρίς νόημα. Μαζεύεται η θάλασσα; Ένα τέτοιο πράγμα! Μια θάλασσα από λουλούδια που κατέκλυζε τα πάντα!

Όταν κατάλαβαν ότι ήταν μάταιο και έπαψαν να αντιστέκονται, άρχισαν όλα να γίνονται πιο όμορφα. Έβαζαν λουλουδένια στεφάνια στα μαλλιά, χρωματιστές γιρλάντες παντού. Στον λαιμό τους, στις πόρτες τους, παντού, παντού, παντού…

Γελούσαν και χοροπηδούσαν τριγύρω σαν μικρά παιδιά, παραβγαίνοντας στις ιδέες για το τι μπορούν να κάνουν με τόοοοσα λουλούδια.

Γρήγορα ανακάλυψαν ότι δεν χρειάζονταν παπούτσια – ήταν τόσο απαλά τα λουλούδια! Ούτε καν ρούχα! Φορούσαν λουλούδια!

Δεν χρειάζονταν τίποτα απ’ όσα είχαν συνηθίσει…. Ούτε αυτοκίνητα, ούτε τηλεοράσεις, ούτε τηλέφωνα, ούτε πολέμους, ούτε όπλα….

Όσο για μένα…Αναρωτιέστε ποιος είμαι και τι κάνω εγώ;

– Βάζω τα δυνατά μου να βγάλω κι άλλα μικρά μικρά γαλάζια λουλουδάκια, (ναι ναι, αυτά τα μικρά ασήμαντα που κανείς δεν προσέχει) και να πλημμυρίσω τον κόσμο, όσο μπορώ, όσο μου αντιστοιχεί. Με πείσμα, προσήλωση και πίστη.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Μαρία Ανδρικοπούλου

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη που δεν έλεγε να έρθει. Κι ο χειμώνας ήταν βαρύς και γεμάτος σκοτεινιά.

Κι όλοι περίμεναν πως και πως την άνοιξη για να ζεσταθεί λιγάκι η καρδιά τους.

Και κάθε πρωί άνοιγαν τα παράθυρα με την ελπίδα ότι η άνοιξη θα είχε φτάσει. Μα κάθε μέρα εκείνη έμοιαζε να απομακρύνεται, ακόμα κι όταν σύμφωνα με το ημερολόγιο έπρεπε ήδη να έχει μπει.

Κι οι άνθρωποι όλο ρωτούσαν ο ένας τον άλλον μήπως μύρισε άνοιξη. Ρωτούσαν στον Βορρά, ρωτούσανε στον Νότο. Ρωτούσαν από τη Δύση ως την Ανατολή. Μα κανείς δεν είχε νιώσει τον ερχομό της.

Κι ο κόσμος όλο και κατσούφιαζε. Κι ολοένα και λιγότερο χαμογελούσε.

Ώσπου, ξάφνου, κάποιο πρωί σαν όλα τα άλλα, ένα αγόρι ανοίγοντας το παράθυρό του αντίκρυσε ένα χελιδόνι. Την ίδια ώρα ένα κορίτσι από το απέναντι σπίτι πρόσεξε στο δικό του παράθυρο ένα ολάνθιστο λουλούδι στο γλαστράκι του γείσου.

«Επιτέλους, άνοιξη!» φώναξαν και οι δύο ταυτόχρονα κι άρχισαν να γελάνε δυνατά.

Και οι φωνές και τα γέλια τους ξύπνησαν τη γειτονιά.

Ένα χελιδόνι, ένα λουλούδι και τα γέλια δυο παιδιών.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Αθανασία Αμπαριώτη

Όταν ο χαρταετός έφτασε τόσο ψηλά, που άλλον ουρανό δεν είχε να διαβεί, άρχισε να αναπολεί μια Άνοιξη που είχε κάποτε γνωρίσει.

Μια παιχνιδιάρα Άνοιξη, που ήθελε για λίγο να ζήσει μέσα από τους μήνες μιας άλλης εποχής.

Οι μήνες του Φθινοπώρου την είπανε ζηλιάρα.

Οι μήνες του Χειμώνα ατίθαση.

Οι μήνες πάλι του Καλοκαιριού, που αγαπούσαν την ανεμελιά, θέλησαν να της κάνουν το χατίρι δίχως να την κρίνουν.

Ω! Και μπήκε ο Ιούνιος στην καρδιά του Μάρτη κι έβλεπες να τρέχει ο ιδρώτας των ανθρώπων, αλλά τα δέντρα δεν είχαν καν προλάβει να μπουμπουκιάσουν. Σε ποια σκιά οι άνθρωποι θα ξαπόσταιναν;

Και μπήκε Ο Ιούλιος πρωταπριλιά –και ψέματα δε λέω- έσφιξαν οι ζέστες που μήτε χαμομήλι πρόλαβε να φυτρώσει μα ούτε και παπαρούνα. Μάταια έψαχναν σύννεφα με βροχή να πιεί νερό το χώμα τους για να ξαναγεννηθούν.

Και μπήκε ο Αύγουστος, αποφασισμένος με καρπούζια και πεπόνια, να καλοπιάσει το Μάιο και βρήκε τους ανθρώπους κουρασμένους να αποζητούν δροσιά στη θάλασσα.

Τέτοια Άνοιξη δεν ξανάδα.

Φαίνεται από τότε αγάπησε τις δικές της ομορφιές που σταμάτησε τα παιχνίδια

«Ας με κατεβάσει κάποιος από τα σύννεφα»

…και χαλάρωσε λίγο ο Γιάννης το σχοινί για να μπορεί να πάρει ο χαρταετός του, το δρόμο της επιστροφής.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Μαρία Γιαγιάννου – Το ανοιξιάτικο τρακ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη πιο λουλουδάτη απ’ τις άλλες. Η Πάτι με τα όμορφα δάχτυλα υπέφερε από ανοιξιάτικη αλλεργία σε μαργαρίτες, αμυγδαλιές, γρασίδι και μεσημεριανό ήλιο. Για να φτάσει στην αίθουσα μουσικής, όπου εκείνο το μεσημέρι θα έπαιζε πιάνο μπροστά σε κοινό, έπρεπε να διασχίσει ένα ολάνθιστο πάρκο φορτωμένο με μαργαρίτες, αμυγδαλιές, γρασίδι και μεσημεριανό ήλιο! Όταν η Πάτι κάθισε επιτέλους μπροστά στο πιάνο, όλοι ανυπομονούσαν να ξεκινήσει. Εκείνη όμως ήταν τόσο αναστατωμένη που έπαιξε τις πρώτες νότες εντελώς λάθος. Αχ, το τρακ και η αλλεργία την έκαναν να φταρνιστεί τόσο πολύ και τόσο δυνατά, που ένα κόκκινο λουλουδάκι φύτρωσε πάνω στη μύτη της. Έκπληκτη, το έκοψε, το μύρισε και, σαν από θαύμα, έπαψε να φταρνίζεται. Έπειτα ξεκίνησε με θάρρος να παίζει απ’ την αρχή και είδε τα πλήκτρα της ν’ ανθίζουν. Όταν η μουσική σταμάτησε, μια μικρή αμυγδαλιά είχε κιόλας φυτρώσει πάνω στο πιάνο, τα πλήκτρα ήταν πνιγμένα στις μαργαρίτες και τις καρέκλες των θεατών δρόσιζε ένα μαξιλάρι από γρασίδι. Τα χειροκροτήματα έκαναν την κρινοδάχτυλη Πάτι να λάμψει από χαρά σαν ήλιος του μεσημεριού κι από τότε κανένα αλλεργικό τρακ δεν στάθηκε εμπόδιο στον δρόμο της.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Σοφία Δάρτζαλη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη. Χωρίς αραχνοΰφαντο φόρεμα, χωρίς κορδέλες στα μαλλιά, χωρίς λουλούδια στην ποδιά.

Ήταν μια άνοιξη σκουντούφλω, υπναρού και ξεχασιάρα.

«Ξύπνα, καλή μου! Θα αργήσεις πάλι…» της φώναζαν τα δέντρα και τα λουλούδια.

«Μμμμμμμμμμμ….» απαντούσε εκείνη κι άλλαζε πλευρό πάνω στις μαλακές φτέρες.

21 Μαρτίου, η γιορτή της –υποτίθεται– κι εκείνη ακόμα στο κρεβάτι να χουζουρεύει.

Το χελιδόνι τής τραβούσε το τριφυλλένιο πάπλωμα: «Έλα, έχουμε ετοιμασίες! Σήκω πια!»

Ένα «α-ψού» ακούστηκε κάτω από τα σκεπάσματα και η άνοιξη επιτέλους ανακάθισε. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα, τα κοκαλάκια-κάμπιες που είχε διαλέξει είχαν φύγει από τη θέση τους και είχαν πιάσει την κουβέντα, απογοητευμένες με την ασυνέπειά της: «Κάποια στιγμή πρέπει να γίνουμε κι εμείς πεταλούδες, μια ζωή θα την περάσουμε στολίζοντας αυτό το κεφάλι-θάμνο; Πφφ»

Η άνοιξη χασμουρήθηκε δυνατά και σηκώθηκε σκουντουφλώντας στο μανιτάρι κομοδίνο της.

«Α-ΨΟΥ, αφού δεν είμαι έτοιμη κι έχω και αλλεργία στη γύρη, βρε παιδιά» γκρίνιαξε, βάζοντας το σκονισμένο τζιν της. «Άσε που με πιάνει τρόμος να πάω να πάρω τη σκυτάλη από τον χειμώνα. Μήπως να πάει κάποιος άλλος; Την άλλη φορά ξεπάγιασα και γλίστρησα και στον πάγο».

«Άντε πάλι τα ίδια! Κάθε χρόνο! Μα ποιος να πάει, παιδί μου; Μετά τον χειμώνα είσαι εσύ, δεν είναι ούτε το καλοκαίρι, ούτε το φθινόπωρο. Έλα, καλή μου, έχεις αργήσει ΠΑΛΙ».

«Ανέβα, είπε το ελάφι, έλα θα σε πάω εγώ, να φτάσουμε γρήγορα».

«Αποκλείεται», έγνεψε η Άνοιξη. «Εσύ τρέχεις και ζαλίζομαι. Θα πάρω τη χελώνα, όπως πάντα».

«Μα μέχρι να φτάσεις, θα είναι η σειρά του Καλοκαιριού, που ξέρεις πόσο βιαστικό είναι!» τιτίβισαν όλα μαζί τα πουλιά.

Μα εκείνη δεν άκουγε. Είχε ήδη ανέβει στη χελώνα και τραγουδούσε.

Κι έτσι ξεκίνησε η πομπή.

Και κάποτε θα φτάσει, αυτό είναι το μόνο σίγουρο, αλλά τώρα πια ξέρετε γιατί αργεί τόσο.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Στέργια Κάββαλου

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη χωρίς λουλούδια στα μαλλιά. Σε δάση μέσα και αγρούς, έψαχνε μέρα νύχτα, μα πριν προλάβει στο κεφάλι να τα βάλει εκείνα μαραίνονταν. Μια φορά αποφάσισε να φορέσει καπέλο, μια άλλη σκουφί -είχε κρύο αέρα, μια τρίτη πήρε ακόμα και ομπρέλα. Κι όταν την είδαν και την ρώτησαν πώς πάει έτσι Απρίλη μήνα, εκείνη απάντησε πώς έτσι είναι η άνοιξη, πολεμική και ότι οι ευωδιές και τα χρώματα αρκεί να μπουμπουκιάζουν μέσα στην καρδιά σου.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Μαρία Καλενίτσα

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια Άνοιξη υπναρού! Με το ξυπνητήρι κρυμμένο στην ντουλάπα!

Κι όσο ήταν Γενάρης ας στριφογύριζε κάτω από το αφράτο της πάπλωμα.. Μα μπήκε ο Κουτσοφλέβαρος και η Ανοιξούλα…..ζζζζζζζζζ…..ακόμη ροχαλητό! Στο δάσος ξεσηκώθηκαν να την υποδεχτούν. Πρώτη και καλύτερη άνθησε η αμυγδαλιά και τους ξετρέλανε με τις φωνές της. «Άντε βρε, ξυπνήστε, θα ‘ρθει η Ανοιξούλα». Φωνές δυνατές, όχι αστεία. Το είχε αυτό η αμυγδαλιά, φώναζε δυνατά γιατί βιαζόταν να ανθίσει κι έτσι έπαθε μια ωτίτιδα περιποιημένη απ’ το κρύο.

Κάτι μαργαρίτες που κοιμόνταν γαλήνια πιο πέρα, ξύπνησαν κι άνθησαν για να είναι πρώτες στην υποδοχή. Μια γριά αγριοκερασιά πιο κει είχε ξελιγωθεί απ’ τα γέλια. «Αχ βρε αμυγδαλιά» της είπε «πόσους θα πάρεις στον λαιμό σου; Ο Χειμώνας δεν έφυγε ακόμη, πάψε πια να ξεφωνίζεις».

Όμως, να που έφυγε κι ο Φλεβάρης, μπήκε κι ο Μάρτης κι Ανοιξούλα εκεί, ύπνος βαθύς.

Ο κόσμος της Φύσης άρχισε πια ν’ ανησυχεί. «Μα πότε θα ‘ρθει επιτέλους» είπε ο κύριος κούκος. «Σα να άργησε φέτος δε νομίζεις;» του είπε ένας σπουργίτης.

Νομίζω πως πρέπει να την ξυπνήσουμε! Όπως το πάει θα μας βρει το καλοκαίρι κι αλλοίμονό μας! Θα τσουρουφλιστούμε όλοι! Είπε αυστηρά ο κυρ λαγός.

Μαζεύτηκαν λοιπόν έξω απ’ το σπίτι της κι ο κυρ λαγός χτύπησε δυνατά την πόρτα. Μα η Ανοιξούλα…….ζζζζζζζζ……ροχαλητό……..ακόμη.

«Εεεε, φτάνει πια! Εγώ θα την ξυπνήσω θέλει δε θέλει», είπε αποφασιστικά ο κυρ κούκος. Τρύπωσε στο σπίτι από έναν μικρό φεγγίτη και στάθηκε πάνω απ’ το μαξιλάρι της.

«Δεσποινίς μου τι νομίζεις πώς κάνεις;» της είπε αυστηρά. «Ξύπνα επιτέλους, σε περιμένουν όλοι» και τη σκούντηξε με το ράμφος του.

Η Ανοιξούλα τον κοίταξε με τα μελένια ματάκια της, του χαμογέλασε γλυκά και πετάχτηκε χαρούμενη απ’ το κρεβάτι.

«Ομορφούλη μου» του είπε «ανασκουμπώσου γιατί μας περιμένει πολλή δουλειά» κι έτρεξε στον κήπο. Εκεί την περίμεναν όλοι με αγωνία.

«Καλημέρα κόσμε» είπε χαμογελώντας.

Μα πώς να της θυμώσει κανείς; Με ένα της χαμόγελο έκανε τον ήλιο να λάμπει!

Ο κυρ κούκος πρώτος στη σειρά της φώναξε χαρούμενος «Καλώς ήρθες Άνοιξη» και μαζί του φώναξε κι όλος ο κόσμος «Καλώς ήρθες, καλώς ήρθες Άνοιξη!»

Bibliography GR | Μαρία Καλενίτσα Κρίκη

Νίκη Κάντζου – To λουλούδι των ευχών

Αχ αυτή η Άνοιξη … ένα κορίτσι σωστό ξωτικό που σιγοτραγουδούσε και έψαχνε … έψαχνε …. Τι έψαχνε;

Ένα περίεργο λουλούδι … ένα λουλούδι διαφορετικό … ένα λουλούδι με πολλά ονόματα. Δανδελίων, κλέφτης, ταραξάκος, πικραλίδα … όπως και να το πεις, αυτό έψαχνε το κορίτσι. Γιατί ήταν το λουλούδι των ευχών.

Και ναι το βρήκε σε ένα λιβάδι! Όχι ένα αλλά πολλά χρυσά και ασημόλευκα λουλούδια!

Αχ αυτή η Άνοιξη … ένα κορίτσι σωστό ξωτικό που με μια κομψή υπόκλιση πλησίασε τα αέρινα λουλούδια με ενθουσιασμό. Αισθάνθηκε το φως τους να της χαϊδεύει τα μαλλιά και άρχισε να τα φυσά ένα-ένα κάνοντας ευχές. Ευχές ανθρώπων … ευχές στον άνεμο … ταξίδια ψηλά στον ουρανό. Κάθε ευχή, ένας μικρός ή μεγάλος προορισμός!

Αχ αυτή η Άνοιξη… ένα κορίτσι σωστό ξωτικό που αναζητά στα λιβάδια και στις καρδιές των ανθρώπων τα λουλούδια των ευχών!

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Αγγελική Λάλου

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη που βρήκε τον κόσμο εντελώς παγωμένο. Πήγε να κάνει τα πουλάκια να κελαηδήσουν κι εκείνα έβγαζαν παγάκια αντί για φωνή. Προσπαθούσε να κάνει τα λουλούδια να ανθίσουν, μα τα μπουμπούκια κρύωναν και δεν ξεμύτιζαν. Βάλθηκε να κάνει τους ανθρώπους να χαμογελάσουν αλλά εκείνοι τουρτούριζαν και κάλυπταν τόσο το σώμα τους που δεν μπορούσε να πλησιάσει την ψυχή τους. Όλα ήταν τόσο ψυχρά που έχανε τις δυνάμεις της. Μα αν αφηνόταν να αρρωστήσει τότε ο χειμώνας δεν θα τελείωνε ποτέ. Θυμήθηκε ότι ως παιδί όταν αρρώσταινε γινόταν καλά με μια αγκαλιά από τη μητέρα Γη. Αλλά τώρα από το ψύχος δεν μπορούσε ούτε η μητέρα Γη να την αγκαλιάσει. Τότε η Άνοιξη έκλεισε τα μάτια κι αγκάλιασε σφιχτά τον εαυτό της με όση δύναμη, ζέση και αγάπη είχε μέσα της. Και με τη σκέψη της άρχιζε να αγκαλιάζει και όλη την πλάση, τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους. Κι όσο τα αγκάλιαζε τόσο περισσότερη δύναμη αποκτούσε και τόση μεγαλύτερη αγάπη χάριζε. Κι όταν τελικά ένιωσε εντελώς καλά και δυνατή, άνοιξε τα μάτια κι είδε το φως, τον ήλιο και τον κόσμο ξανά ζεστό και χαρούμενο. Η αγάπη είχε κάνει πάλι το θαύμα της.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Λίλη Λαμπρέλλη

Εκείνη τη χρονιά που η αρρώστια τους έκλεισε όλους στο καβούκι τους, ο Χειμώνας δεν έλεγε να φύγει. Εκεί που περίμεναν την Άνοιξη, ήρθε απρόσμενο το χιόνι που έπεφτε κι έπεφτε και τελειωμό δεν είχε. Βάρυναν οι στέγες των σπιτιών, βούλιαξαν οι δρόμοι, τέλειωσαν και τα ξύλα που κρατούσαν αναμμένη τη φωτιά. Η Άνοιξη πουθενά. Τότε, μια γιαγιά παραμυθού είπε στην εγγονή της πως θα ‘πρεπε να προσκαλέσει την καλή Κυρά με λόγια μαγικά, να ‘ρθει να διώξει όλα τα κακά.

-Ποια λόγια, πες μου γιαγιά.

-Άκου, κόρη μου, τα πιο μαγικά λόγια είναι το «Μια φορά κι έναν καιρό». Μόλις τα πεις, ανοίγει μια μαγική πόρτα στον χρόνο: το πριν, το τώρα και το μετά γίνονται ένα κι όλα τα θαύματα μπορούν να συμβούν. Αύριο πρωί-πρωί, πες της να καλωσορίσει ν’ ακούσει παραμύθια.

Την άλλη μέρα, αχάραγα, το κορίτσι άνοιξε το παράθυρο και φώναξε:

-Άνοιξη, έλα, η γιαγιά μου κερνάει παραμύθια να σε καλωσορίσει. Την ακούς; Μια φορά κι έναν καιρόοοοοο…

Το πιστεύετε, δεν το πιστεύετε, ήτανε τόσο απλό. Ευθύς, το χιόνι έλιωσε. Μια παπαρούνα πρόβαλε από μια σπασμένη πλάκα στο πεζοδρόμιο. Η Άνοιξη ήταν εκεί, έτοιμη ν’ ακούσει παραμύθι.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Γεωργία Λάττα

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η Άνοιξη… Μια κοπέλα μ’ ανάλαφρη φορεσιά και μακριά μαλλιά, που κρυβόταν πίσω από την καταχνιά τ’ ουρανού. Έβγαινε όταν την καλούσαν οι μέλισσες, οι πασχαλίτσες και τα λουλούδια. Τότε, χάριζε μια υπέροχη μέρα στους ανθρώπους.

Έπιανε δουλειά από το χάραμα. Σκόρπιζε στον κόσμο χρυσόσκονη, για ν’ ανακατευτεί με την πρωινή πάχνη. Έπειτα χόρευε στον ελαφρύ αέρα και, κάτω από τα μαγικά της ραβδάκια, όλα τα πλάσματα του κόσμου ζωήρευαν, γέμιζαν ήχους και χρώματα.

Η Άνοιξη αγκάλιαζε με το βλέμμα της τα παιδιά της: Τα κεφάτα λουλούδια, το αυθάδικο χορτάρι, τα τολμηρά δέντρα, το ζαβολιάρικο κύμα, το άτακτο αεράκι κι ακόμη πιο ψηλά, την ευαίσθητη μικρή αχτίδα.

Οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα, η μια μετά την άλλη. Τα παιδιά ορμούσαν κι έδιναν ραντεβού στα πάρκα και στις πλατείες.

Οι γέροι έβγαιναν πασχίζοντας να στηρίξουν το σώμα τους με τις μαγκούρες τους. Τα μάτια τους έλαμπαν, όλο ζωντάνια.

«Η Άνοιξη ήρθε ξανά…» μουρμούριζαν. «Πώς να τον βαρεθείς αυτόν τον κόσμο;»

Στις αυλές και στα μπαλκόνια, ο δυόσμος κι ο βασιλικός σκόρπιζαν γενναιόδωρα τ’ αρώματά τους. Τα πουλάκια ξεπετάγονταν απ’ τις φωλιές τους, τιτιβίζοντας όλο γλύκα: «Αυτή τη φορά κι αυτόν τον καιρό, μια Άνοιξη είναι ξανά εδώ!»

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Αργυρώ Μουντάκη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια Άνοιξη. Η Άνοιξη αυτή δεν ήταν όπως οι άλλες. Εκείνη τη χρονιά η Άνοιξη ήταν χιονισμένη, έβρεχε συνέχεια, ο ήλιος εμφανιζόταν σπάνια, οι αμυγδαλιές δεν άνθισαν. Οι άνθρωποι πίστεψαν ότι αυτή ήταν μία ψεύτικη Άνοιξη, που ήρθε για να τους κοροϊδέψει, να τους περιγελάσει, να τους στενοχωρήσει, ίσως και να διασκεδάσει μαζί τους…

Οι άνθρωποι αποφάσισαν να περιφρονήσουν αυτήν την Άνοιξη και να μην την αναφέρουν ποτέ με το όνομά της. Έτσι όταν αναφέρονταν στην εποχή που ζούσαν έλεγαν «ο Χειμώνας». Η Άνοιξη στενοχωριόταν πολύ που την περιφρονούσαν. Κι η αλήθεια είναι ότι δεν έφταιγε η ίδια για όλα αυτά τα καιρικά φαινόμενα. Η κλιματική αλλαγή ήταν ο λόγος. Και την κλιματική αλλαγή την είχαν προκαλέσει οι ίδιοι οι άνθρωποι. Όμως η Άνοιξη δεν είχε λόγια να μιλήσει, χέρια να κάνει νοήματα, πρόσωπο να κάνει εκφράσεις… Η Άνοιξη ένιωθε αδύναμη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Κι ήταν πολύ λυπημένη.

Μια δασκάλα σε ένα σχολείο εξήγησε στα παιδιά τι σημαίνει κλιματική αλλαγή και τα παιδιά τότε αποφάσισαν να κάνουν ό,τι μπορούν για να αντιστρέψουν την κατάσταση. Και απ’ ό,τι φαίνεται τα κατάφεραν γιατί όποιος προσπαθεί τα καταφέρνει! Και βγήκε ο ήλιος, έλιωσε το χιόνι, άνθισαν κι οι αμυγδαλιές! Κι η Άνοιξη βρήκε ξανά το χαμόγελό της!

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Σοφία Πανίδου

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια Άνοιξη που παρακοιμήθηκε στην αγκαλιά της γης. Ο καιρός περνούσε, τα χιόνια λιώνανε, ο ήλιος ζέσταινε μα εκείνη δεν έλεγε να φανερωθεί!

-Λέτε να μην ξανάρθει; ρώτησαν τα πουλιά.

-Λέτε να μας ξέχασε; είπαν τα λουλούδια.

-Λέτε να έφυγε σε άλλον πλανήτη μακρινό; αναρωτήθηκαν τα ζώα.

-Κι αν απλά έχει πέσει σε ύπνο βαθύ; σκέφτηκαν τα παιδιά.

Πρέπει να κάνουμε κάτι για να την ξυπνήσουμε!

-Εγώ θα κάνω ένα αυγό, είπε η χήνα.

-Εγώ θα βγάλω ροζ ανθάκια κι ας έχει ακόμη ψύχρα, είπε η αμυγδαλιά.

-Εγώ θα βγω από το χειμέριο ύπνο μου είπε η χελώνα.

-Εγώ θα ανθίσω κατακόκκινη με όλη μου τη δύναμη, είπε η παπαρούνα.

-Εγώ θα γίνω πεταλούδα, είπε η κάμπια

-Εγώ θα πω ένα γλυκό τραγούδι, είπε το αηδόνι

-Εγώ θα χτίσω τη φωλιά μου, είπε το χελιδόνι.

-Εμείς θα ενώσουμε τα χέρια και θα φωνάξουμε «ειρήνη» , είπαν τα παιδιά.

Και σαν έκανε ο καθένας το δικό του χρέος, μια φορά κι ένα καιρό, ήρθε στη γη η Άνοιξη.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Μαρία Παπαγιάννη

Μια φορά κι έναν καιρό αλλά και άλλες πολλές φορές σε όλους τους καιρούς δυο παιδιά χοροπηδούσαν πάνω στο κρεββάτι τους και ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και η θάλασσα μπήκε στο δωμάτιο. Καβάλησαν τον αγαπημένο τους ελέφαντα και βγήκαν στα κύματα. Είδαν μεγάλα καράβια, είδαν ψάρια και κοχύλια και ακολούθησαν μια γοργόνα στη σπηλιά της. Τους κέρασε νοστιμιές του βυθού και τους έμαθε να κολυμπάνε κάτω από το νερό. Είδαν τον ήλιο να ανεβαίνει και περπάτησαν τον ασημένιο δρόμο του φεγγαριού. Κι όταν κουράστηκαν πολύ γύρισαν πίσω στο δωμάτιό τους, έκλεισαν την πόρτα αλλά όχι και τελείως. Άφησαν προσεχτικά ένα μικρό κοχύλι για να μην κλείσει ο δρόμος κι αν θέλει η θάλασσα να έρθει ξανά.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Σουζάνα Παπαφάγου – Το πλάσμα της άνοιξης

Αν πάρετε στα χέρια σας την σφαίρα που ονομάζεται γη και βάλετε το δάχτυλό σας πάνω της, και αν ψιθυρίσετε τη λέξη «ΙΣΗΝ» (φωνάξτε το δυνατά τονίζοντας το Ι) ίσως να βρείτε ένα νησί. Στο νησί αυτό ζει ένα πλάσμα σοφό και αιωνόβιο. Περιφέρεται μέσα στο μεγάλο δάσος με τα αρχαία δέντρα, και προστατεύει κάθε άλλο πλάσμα που ζει εκεί. Γνωρίζει τη γλώσσα του δάσους, των ζώων και των πουλιών. Το κρύο σε εκείνο το νησί είναι τσουχτερό, το φθινόπωρο και ο χειμώνας δεν έχουν διαφορά. Η φύση σφαλίζει τα μάτια της και ονειρεύεται την πρώτη ζεστή ημέρα, κουκουλωμένη κάτω από ένα άσπρο παχύ πάπλωμα, παραγεμισμένο με χιόνι. Εκείνη την περίοδο του χρόνου το πλάσμα κλείνει τα παράθυρα και την πόρτα του σπιτιού του και δεν το κουνάει από εκεί. Όταν η μεριά αυτή της γης πλησιάζει στον ήλιο τότε το πλάσμα πετάγεται έξω και χαμογελά στα πρώτα ανθισμένα λουλούδια που βλέπει μπροστά του. «Ξυπνήστε! έφτασε η άνοιξη» φωνάζει στα άλλα πλάσματα του δάσους. «Ήρθε η άνοιξη, γέμισε όλο το δάσος με χρώμα και φως!» Τότε μαζεύονται γύρω του όλα τα άλλα πλάσματα, σχηματίζουν έναν μεγάλο κύκλο και ξεκινά μια μεγάλη γιορτή. Το πλάσμα τραγουδά το καλωσόρισμα της άνοιξης και το νησί χώνεται στην αγκαλιά του ήλιου. Αν τύχει να βρεθείτε σε κάποιο δάσος και σας έρθει στο μυαλό αυτό το πλάσμα και αν τύχει να είναι άνοιξη, προσπαθήστε να κάνετε ησυχία υπάρχει μεγάλη περίπτωση να ακούσετε το τραγούδι του, «Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια άνοιξη, με ένα στέμμα λαμπρό. Όλα άνθιζαν, τα λουλούδια στήνανε χορό. Πετράδια λαμπύριζαν στο νερό χορέψτε τραγουδήστε, κρατήστε το φως δυνατό».

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Μαρία Πετκανοπούλου

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα χειμώνας βαρύς, πολύ βαρύς. Τόσο βαρύς που δεν σηκωνόταν να φύγει. Ενώ είχαν συμφωνήσει οι 4 εποχές, είχαν μοιράσει τον χρόνο σε 4 δίκαια κομμάτια, αυτός εκείνη την χρονιά πήρε μόνος τους τις αποφάσεις του και ονειρευόταν ότι θα μπορούσε να καταπιεί την άνοιξη, γεμίζοντας την παγωμένη του καρδιά ευτυχία. Ονειρευόταν άνθη βερικοκιάς να στολίζουν το παγωτό του και κόκκινες παπαρούνες τις γρανίτες του. Ονειρευόταν τα βαριά σύννεφά του να κρύβουν τον ανοιξιάτικο ήλιο και οι βοριάδες του να εξαφανίζουν τα δροσερά αεράκια της άνοιξης. Ονειρευόταν τόσο πολύ να εξαφανίσει την άνοιξη που δεν πρόσεξε τα σημάδια που έπρεπε. Οι μέρες μεγάλωναν, το χιόνι που έριχνε δεν το ήθελε κανείς και έλιωνε γρήγορα από τη στεναχώρια του, η νύχτα δεν ήταν αρκετά μεγάλη για να κρατάει το κρύο, ο ήλιος ζέσταινε την ατμόσφαιρα και τα λουλούδια, παρά τις απειλές του, δεν του έκαναν τη χάρη να μην ανθίσουν. Όσο η ανησυχία του μεγάλωνε, τόσο και η ελπίδα του έσβηνε. Όσο η ελπίδα της Άνοιξης μεγάλωνε, τόσο ο φόβος της έσβηνε. Ένιωθε σίγουρη ότι θα τα καταφέρει, ένιωθε σίγουρη και διώχνονάς τον του φώναξε γελώντας «το άδικο δεν φέρνει δύναμη, το δίκαιο φέρνει ευτυχία!»

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Εύη Πίνη – Η αποστολή

Αυτό θα ήταν το πρώτο του ταξίδι. Τη διαδρομή την ήξερε, την είχε κάνει όταν έφυγαν από τον τόπο τους, το περασμένο φθινόπωρο. Αλλά τώρα ήταν διαφορετικά. «Δεν είναι ταξίδι, είναι αποστολή», έλεγε ο πατέρας του. Όλο τον χρόνο ετοιμαζόταν και τώρα που πλησίαζε ο καιρός, ένιωθε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Αν δεν τα κατάφερνε; Πολλοί δεν τα κατάφεραν, ούτε ο πρώτος θα ήταν ούτε ο τελευταίος. «Θα έχεις εμάς κοντά σου, μην ανησυχείς», του έλεγε η μητέρα του.

Την παραμονή της αναχώρησης ήταν αδύνατον να ησυχάσει, πήγαινε πέρα δώθε, ρωτούσε ξανά και ξανά τους γονείς του. Εκείνοι χαμογελούσαν με κατανόηση. Έτσι ήταν και οι ίδιοι στα νιάτα τους. Έπεσε να κοιμηθεί αλλά δεν του κόλλαγε ύπνος. Κάποια στιγμή είδε τον αρχηγό της ομάδας να έρχεται προς το μέρος του.

«Πρέπει να φύγεις» του είπε

«Μα οι άλλοι ακόμα κοιμούνται, μόνος μου θα φύγω;»

«Σε περιμένουν»

«Εμένα;»

«Ναι. Λαχταρούν να σε δουν»

«Μα… ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη!»

«Το κάθε χελιδόνι φέρνει την άνοιξη» του είπε ήρεμα ο αρχηγός, «και φέτος οι άνθρωποι μας έχουν μεγάλη ανάγκη».

Άνοιξε τα μάτια του. Είχε ξημερώσει. Τίναξε τα φτερά του. Δεν φοβόταν πια. Ήταν σίγουρος πως θα καταφέρει να φέρει την άνοιξη.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Κάτια Πινό

Τι παράξενο κορίτσι… Σαν κάποιος να το χρωμάτισε από το κεφάλι μέχρι τα παρδαλά του παπούτσια!

Στεκόταν μπροστά στον μικρό Νικολάι που μόλις είχε… σχεδόν ξυπνήσει.

Ακόμη τον κρατούσε τρυφερά η σίγουρη αγκαλιά της μητέρας του.

Τον κοίταζε με το ροζ χαμόγελό της τόσο πλατύ όσο κανένα κορίτσι δεν του χαμογέλασε ως τώρα.

-Πώς σε λένε, αγοράκι; τον ρώτησε.

-Νικολάι… Εσένα πώς σε λένε; απάντησε τρίβοντας το αριστερό του μάτι.

-Άνοιξη.

-Άνοιξη; Έχεις παράξενο όνομα! Δεν ξέρω κανένα άλλο κορίτσι με αυτό το όνομα.

-Θέλεις να παίξεις μαζί μου;

Ο Νικολάι, αγουροξυπνημένος όπως ήταν, έμεινε εκεί να την περιεργάζεται… Δεν ήταν μόνο το παράξενο όνομά της. Ήταν που φορούσε στο κεφάλι ένα στεφάνι από κατακόκκινες παπαρούνες και άγριες ολόλευκες μαργαρίτες.

Στο φόρεμά της κάποιος ζωγράφος ζωγράφισε τον πιο φωτεινό ήλιο και γύρω-γύρω μικρά μωβ λουλούδια σαν της ανθισμένης ροδακινιάς…

-Μαμά, μπορώ να παίξω με την Άνοιξη; γύρισε το κεφάλι ο Νικολάι προς τη μαμά του.

Η μαμά έγνεψε ‘’ναι’’ χαμογελαστή. Η Μαμά δεν είχε χαμογελάσει για καιρό, σκέφτηκε ο Νικολάι…

Ο μικρός έκανε να ανασηκωθεί αλλά τότε η Άνοιξη δεν ήταν πια εκεί.

-Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη, θυμήθηκε τα τελευταία λόγια τής μητέρας του προτού τον πάρει ο ύπνος…

‘’Η Άνοιξη δεν ήταν παρά το παραμύθι τής μαμάς…’’σκέφτηκε απογοητευμένος.

Το λεωφορείο ήταν σταματημένο. Μια μαμά με δυο κοιμισμένα μωρά στην αγκαλιά της βρίσκονταν στο διπλανό κάθισμα.

Όλοι είχαν κατεβεί.

Ο Νικολάι κοίταξε έξω από το παράθυρο.

Με έκπληξη είδε να στέκεται εκεί η Άνοιξη!

Κουνούσε το χέρι της και του χαμογελούσε με το ροζ χαμόγελό της.

-Νικολάι, έλα, έλα να παίξουμε!

Ο Νικολάι βγήκε τρέχοντας από το λεωφορείο.

Ο ουρανός ήταν γαλανός. Γεμάτος με χαρταετούς.

Και η Άνοιξη τον περίμενε μέσα στο ζωγραφιστό της φουστάνι.

Τίποτα δεν θύμιζε τον καπνισμένο, γκρίζο ουρανό τής πατρίδας του.

-Έλα, πάμε να πετάξουμε τον χαρταετό μου, είπε η Άνοιξη.

Η μαμά του, κρατώντας τη φουσκωτή βαλίτσα τους, τον είχε ακολουθήσει.

Η Άνοιξη άφησε το χέρι τής δικής της μαμάς.

Τα δύο παιδιά απομακρύνθηκαν.

Γελούσε η Άνοιξη.

Γελούσε και ο Νικολάι.

Οι μαμάδες χαμογέλασαν η μια στην άλλη.

Όλα χαμογελούσαν.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Σοφία Πολίτου Βερβέρη

Όταν η άνοιξη κοιμάται, κανείς να μην την ενοχλεί.

Είναι ο ύπνος της βαρύς και το ταξίδι μέγα.

Κι αν στρίψει σε γλυκό νερό, γιορτές και πανηγύρια.

Κι αν στρίψει σε αλμυρό νερό, ξεχνάει τα τραγούδια.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη με ρούχα φαρδιά.

Η άνοιξη έλεγε «Έλάτε κοντά, να μην πονάτε».

Άνοιγε τα μάτια στο λουλούδι της ζωής, στον άνθρωπο και το αστέρι.

Έδειχνε με ένα βέλος τον ουρανό, να βρουν τον δρόμο τα πουλιά.

Άγγιζε τα παιδιά κι εκείνα σχεδίαζαν κύκλους.

Χτυπούσε τα τύμπανα, να χορέψουν τα νερά και τα ελάφια.

Φυσούσε τις φλογέρες της και τα λουλούδια γίνονταν φρούτα,

οι σπόροι γίνονταν ψωμί, και το χορτάρι γάλα.

Και ήταν γεμάτη η κοιλιά του ανθρώπου.

Κι αν γέμιζε και η καρδιά του, ο! το θαύμα των θαυμάτων!

Μια φορά κι έναν καιρό ήρθε μια άνοιξη με ρούχα δανεικά.

Η άνοιξη είπε «φύγετε μακριά, γιατί πονάτε».

Τρύπησε με ένα βέλος τον ουρανό, να δραπετεύσουν τα πουλιά.

Άγγιξε τα παιδιά, που λαχταρούσαν τη ζωή.

Χτύπησε τα τύμπανα, μήπως τους ίσκιους και τρομάξει.

Γιατί ήταν άδεια η καρδιά του ανθρώπου, ο! το μοιρολόγι των καιρών!

Μια φορά ήταν, είναι και θα είναι μια άνοιξη.

Κι εμείς θα είμαστε εδώ, για να σχεδιάσουμε τους κύκλους.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Ελένη Σβορώνου

Μεγάλη ταραχή επικρατούσε στο βασίλειο των 4 Εποχών. Πλησίαζαν τα μεσάνυχτα της 20ης Μαρτίου και η Άνοιξη δεν έλεγε να συνέλθει από την αλλεργία της και να ανέβει στον θρόνο.

-Μα είναι δυνατό, καλή μου; Τραβούσε τα γένια του ο Χειμώνας. Πού ακούστηκε η βασίλισσα των λουλουδιών να έχει αλλεργία;

-Σε λίγη ώρα πιάνεις δουλειά, είπε αυστηρά το Καλοκαίρι.

-Αλλιώς ο Κόσμος θα χάσει την κοσμική του τάξη και θα χτυπήσει πάλι το Χάος, συμπλήρωσε το Φθινόπωρο.

Η Άνοιξη τους άκουγε μισοκοιμισμένη. Το αντιαλλεργικό που της είχε δώσει η γιατρός της έφερνε υπνηλία.

Το ρολόι στο παλάτι χτύπησε έντεκα ακριβώς. Μία λύση έμενε.

Η μάγισσα Μαντζουνέλο έφτασε στο πι και φι. Εξέτασε την ασθενή και είπε:

«Αυτό είναι για αρχάριες μάγισσες! Είναι αλλεργική στην πολεμόσκονη. Φέρτε τρία καζάνια έναν τόνο το καθένα, τρεις κουτάλες ένα χιλιόμετρο η κάθε μία και ετοιμαστείτε να βοηθήστε. Πετάγομαι να φέρω τα μαντζούνια κι έρχομαι».

Μεσάνυχτα παρά ένα λεπτό η Άνοιξη έπινε στο χρυσό κύπελο του Κόσμου απόσταγμα από το πολεμοδιοχταράκι, το μυστικό μαντζούνι της Μαντζουνέλο.

Μεσάνυχτα ακριβώς η Άνοιξη έλαμψε στον θρόνο της πιο λαμπερή από ποτέ.

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς, από κάτω, πολύ πολύ καλύτερα.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Όλγα Σεχίδου

Συνάντησα την Άνοιξη να περπατάει αργά, με σκυμμένο κεφάλι και βλέμμα θλιμμένο.

«Άνοιξη, γιατί δεν φοράς τα χρωματιστά σου ρούχα; Πού είναι το στεφάνι στα μαλλιά σου;»

«Δεν βρήκα χρώματα στο δρόμο μου ούτε ανθάκια στα κλαδιά των δέντρων…»

«Άνοιξη, πού είναι το γαλάζιο των ματιών σου και τα κόκκινα χείλη σου;»

«Δεν βρήκα γαλάζιο ουρανό να μου δώσει χρώματα ούτε ανθισμένες κερασιές να μου χαρίσουν το άλικο της ψυχής τους…»

«Άνοιξη, γιατί δεν τραγουδάς;»

«Το χελιδόνι έφευγε τρομαγμένο, το τρυγόνι και ο πελαργός δεν φάνηκαν, το αηδόνι σιώπησε και χάθηκε στης νύχτας το σκοτάδι…Μόνο σειρήνες αγωνίας και τύμπανα πολέμου…».

«Καλή μου Άνοιξη, σε περιμένουν τόσοι άνθρωποι…Γλύκανε λίγο την ψυχή τους…»

«Οι άνθρωποι τυλίχτηκαν σε μαύρους καπνούς και σκούρα σύννεφα, ο πόνος χαράκωσε τα πρόσωπά τους… Δεν με σκέφτηκαν καν… Δεν βρίσκω τόπο να ριζώσω».

Κι ακούστηκε, τότε, μια φωνούλα…

«Μαμαααά…»

Γύρισε η Άνοιξη πίσω κι είδε ένα παιδάκι, με καπνισμένο πρόσωπο και δάκρυα στα μάτια να χαράζουν δρόμους διαφυγής…Κρατούσε μια ζωγραφιά στα χέρια του που δεν πρόλαβε να τη δείξει στη μανούλα του. Την έψαχνε…

«Θέλω τη μαμά…Θέλω τον μπαμπά…Πού είναι; Δεν μπορώ να βρω το σπίτι μου. Χάθηκα! Βοηθήστε με».

Κι έδωσε η Άνοιξη το χέρι της στο παιδί. Και το παιδικό χεράκι τυλίχτηκε μέσα στη ζεστή παλάμη της. Του σκούπισε τα δάκρυα.

«Μαζί θα ξαναχτίσουμε την Άνοιξη, παιδί!»

Κι ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη του παιδιού.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Βιολέτα Σολιδάκη

Μια φορά κι έναν καιρό, στα βάθη του χρόνου, ήταν μια άνοιξη που κανείς δεν την ήξερε. Λένε ότι φυλαγόταν από την παγωνιά και το σκοτάδι, σε μια γωνιά στην άκρη του κόσμου. Λένε ακόμη, πως ήταν η πρώτη άνοιξη της Γης.

Άκουγε θάλασσες, ανέμους, βουνά και δάση ν’ αγριεύουν, μα εκείνη σώπαινε. Όταν ήρθε η μεγαλύτερη αντάρα, σκεφτόταν:

«Δεν ανοίγω τα μάτια… Δεν βγάζω μιλιά… Ούτε φεύγω ποτέ απ’ τη γωνιά μου». Μες στη βοή, ο μόνος που άκουσε τη σκέψη της ήταν… Ο σπόρος. Κι από το ξάφνιασμα άνοιξε αυτός, τής μίλησε:

«Κι εγώ το ίδιο κάνω, σαν εσένα!»

Ευθύς το κορίτσι άνοιξε τα μάτια και τίποτα άλλο δεν κοίταξε, παρά μόνο εκείνον. Τόση η χαρά τους, που έβγαλε ο σπόρος, της Γης το πρώτο λουλούδι και βγήκε η άνοιξη από τη γωνιά τη σκοτεινή!

Από τότε μαζί ταξιδεύουν παντού, για πάντα.

Bibliography GR | Βιολέτα Σολιδάκη

Κώστας Στοφόρος

-21 Μαρτίου. Αρχή της άνοιξης! Φώναξε ο Τίμος κι έτρεξε να ανοίξει τα παντζούρια για να μπει ο ήλιος στο σπίτι.

Όμως…

Τι συννεφιά ήταν αυτή! Ο αέρας λυσσομανούσε. Οι μικροί πράσινοι κόμποι που ετοιμάζονταν να ανοίξουν και να γίνουν φυλλαράκια στα κλαδιά των δέντρων, κρύφτηκαν φοβισμένοι.

Η αμυγδαλιά ρίγησε κι έριξε στο χώμα όλα της τα λουλούδια.

Δείτε Επίσης

Χοντρές στάλες βροχής έπεφταν με δύναμη στο τζάμι.

Απογοητευμένος γύρισε την πλάτη του…

Τότε κάποιος τον τράβηξε από την παντόφλα του. Κοίταξε κάτω και είδε το γατάκι που περιμάζεψε πριν λίγες μέρες η αδερφή του. Τι κακομούτσουνο!

Όμως το γατάκι έδειξε να θέλει να τραβήξει την προσοχή του κι έτρεξε χοροπηδώντας, πήδηξε στο περβάζι κι άρχισε να γρατζουνάει το τζάμι με το ποδαράκι του.

Ο Τίμος πήγε κοντά και τι να δει;

Κάτι φύτρωνε και μεγάλωνε με ταχύτητα έξω από το παράθυρο. Ένα βλαστάρι, φύλλα και μετά ένα μπουμπούκι που άνοιξε: Μια κόκκινη ανεμώνα τον κοιτούσε χαμογελαστή!

Κι ας λυσσομανούσε ο καιρός. Ο Τίμος ένιωσε μέσα του την άνοιξη. Πήρε το γατάκι στην αγκαλιά του και τώρα του φάνηκε πανέμορφο.

-Σε ονομάζω Μώνα -από το ανεμώνα, του είπε σοβαρά

Έζησαν από τότε σε μια αιώνια άνοιξη. Ό,τι καιρό κι αν έκανε έξω.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Λίνα Σωτηροπούλου

-Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια άνοιξη!

-Παππού, σου είπα να μου πεις μια αληθινή ιστορία, οι εποχές δεν μιλάνε.

-Και όμως, μια φορά και έναν καιρό οι εποχές μιλούσαν. Όχι όλες βέβαια. Ο χειμώνας ήταν βαρύς και ασήκωτος και όλο φυσούσε και ξεφυσούσε. Το καλοκαίρι δεν είχε χρόνο για κουβέντες μόνο για μπάνια. Το Φθινόπωρο ήταν μελαγχολικό γιατί τα δέντρα έχαναν τα φύλλα τους και άρχιζαν οι βροχές. Μόνο η άνοιξη ήταν χαρούμενη και γελαστή.

«Λες και έχει σημασία» έλεγε συνέχεια ο Χειμώνας, κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια και όλοι λένε «άντε να φύγει ο χειμώνας» άντε να έρθει το καλοκαίρι, ούτε για σένα μιλάνε ούτε για το φθινόπωρο.

Η άνοιξη ήταν σκεφτική αρκετά και άρχισε να μοιάζει με το φθινόπωρο. Τότε ήταν που την άκουσε ο ήλιος. Έσκυψε πάνω της και της είπε: Μη χάνεις το χαμόγελό σου. Θα σε βοηθήσω να κάνεις τον κόσμο πιο χαρούμενο. Θα μεγαλώσουν οι μέρες όταν θα έρθει η εποχή σου. Θα είσαι η πιο φωτεινή εποχή και όλοι θα έχουν όρεξη να κάνουν πιο πολλά πράγματα. Ίσως κάποτε και εσύ πεις, μια φορά και έναν καιρό ήταν μια άνοιξη και έκανα κάτι σπουδαίο!

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Ελένη Τασοπούλου

Από τα τέσσερα παιδιά του κυρίου Χρόνου, η Άνοιξη ήταν το πιο χαρούμενο και ζωηρό. Και το πιο γενναιόδωρο.

Όταν έτρεχε στα λιβάδια άφηνε πίσω της ένα σωρό κατακόκκινες παπαρούνες, όταν σκαρφάλωνε στα δέντρα τα γέμιζε μικρά μπουμπούκια κι όταν κατέβαινε ως τη θάλασσα φόρτωνε την αύρα της με χιλιάδες αρώματα. Οι άνθρωποι την έπαιρναν στο κατόπι κι ενθουσιάζονταν όταν συναντούσαν αυτά που άφηνε στο πέρασμά της.

Όχι όλοι όμως. Όχι πάντα.

Γιατί μερικές φορές η Άνοιξη έβρισκε μετά τα δέντρα καμένα, τη θάλασσα θαμπή, την αύρα της μολυσμένη. Ώσπου έγινε και το χειρότερο: στα πράσινα λιβάδια οι κόκκινες πιτσιλιές δεν ήταν πια από παπαρούνες, αλλά από αίμα. Κάποιοι άνθρωποι, είχαν κάνει πόλεμο.

Μετά απ’ αυτό κλείστηκε στο δωμάτιό της και έπαιζε μόνο εκεί. Γιατί να ξαναβγεί; Μάταια χτύπαγε την πόρτα της ο κύριος Χρόνος, του κάκου ξελαρυγγιάζονταν ο αδερφός της ο Χειμώνας «φτου ξελευτερία».

Μόνο μια φορά, κοίταξε κρυφά μέσα από τις κλειστές γρίλιες – και τότε το είδε. Το αγόρι που καθόταν κάτω από το καμένο δέντρο και κοίταζε το παράθυρό της. Την περίμενε. Χωρίς να κουνάει ρούπι την περίμενε, ώσπου το πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, μια μικρή κίτρινη μαργαρίτα είχε ξεπηδήσει μέσα από την γκρίζα γη.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Βασίλης Τερζόπουλος

Μια φορά κι έναν καιρό,

ήταν μια άνοιξη… αλλιώτικη απ’ τις άλλες.

Τα λουλούδια κι αν άνθισαν, δεν μύριζαν.

Τα δέντρα δεν έκαναν καινούργια φύλλα και τα ζώα έμειναν κρυμμένα στις φωλιές τους.

Ο ήλιος κι αν ανέτειλε κάθε πρωί, δεν ζέσταινε τη γη.

Ο ουρανός ήταν χλωμός κι οι άνθρωποι δεν χαμογελούσαν.

Αντί να πετούν πουλιά στον ουρανό, πετούσαν αεροπλάνα, που έριχναν βόμβες και σκόρπιζαν τον φόβο.

ΠΟΛΕΜΟΣ…

Ήταν εκείνος που με τον σκούρο γκρι μανδύα του σκέπασε όλα τα χρώματα της άνοιξης.

Όμως, κάπου ανάμεσα στις αχόρταγες βοές του πολέμου, μια αδύναμη φωνή μόλις που κατάφερε ν’ ακουστεί. Κρυμμένο σε μια υπόγεια σπηλιά, ένα ξανθό κορίτσι τραγουδούσε…

για το φως,

για την άνοιξη,

για την ειρήνη.

Με τη γλυκιά φωνή του, κάθε μέρα τραγουδούσε, μέχρι που το άκουσαν και άλλα παιδιά. Και τραγούδησαν μαζί του. Κι ακόμη περισσότερα… όλα μαζί, στην ίδια μελωδία…

Έγιναν τόσο πολλά, που το τραγούδι τους ακούστηκε πιο δυνατά απ’ του πολέμου τις κραυγές.

Το άκουσε ο ήλιος και φώτισε πιο έντονα τη γη.

Το άκουσαν τα ζώα και τα πουλιά και ξεπρόβαλλαν χαρούμενα.

Το άκουσε η άνοιξη, κι επέστρεψε χαμογελώντας.

Το άκουσε ο πόλεμος… και σίγησε για πάντα.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Λένα Τερκεσίδου

Ο βασιλιάς Παράξενος ζούσε στο παλάτι μαζί με τη βασίλισσα Καρτερή και τις τέσσερις κόρες του: την Άνοιξη, την Καλοκαιρινή, τη Φθινοπωρινή και τη Χειμερινή.

Ο βασιλιάς ήταν πολύ αυστηρός με τον λαό του, αλλά και με τις κόρες του. Στις κόρες του επέτρεπε να βγαίνουν από το παλάτι μόνο τρεις μήνες τον χρόνο.

Η Άνοιξη ήταν πολύ στενοχωρημένη. Ένιωθε αδικημένη που δεν ήταν ελεύθερη να βλέπει τους φίλους της όποτε θέλει. Δεν τολμούσε όμως να παρακούσει τον βασιλιά.

Ήταν Ιανουάριος, η κακοκαιρία δεν έλεγε να σταματήσει. Οι χωρικοί ήταν απελπισμένοι. Θα καταστρεφόταν η σοδειά τους και μετά δεν θα μπορούσαν να θρέψουν τις οικογένειές τους.

Η Άνοιξη τότε αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να αλλάξει τα πράγματα.

Μια νύχτα που είχε καταιγίδα το έσκασε από το παλάτι και πήγε στο σπίτι της νταντάς της.

Το επόμενο πρωινό βγήκε ένας λαμπερός ήλιος που ζέστανε τα χωράφια, τα ζώα και τις καρδιές των χωρικών.

Οι χωρικοί χαρούμενοι μαζεύτηκαν έξω από το παλάτι και απαίτησαν από τον βασιλιά να ελευθερώσει την Άνοιξη.

Ο βασιλιάς κατάλαβε το λάθος του. Και τους υποσχέθηκε πως η Άνοιξη, θα είναι πια ελεύθερη να προσφέρει στους ανθρώπους, όποτε επιθυμεί, χαρά και ευτυχία.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Κατερίνα Τζαβάρα

Η Λυδία ξύπνησε στην αγκαλιά της μαμάς της. Μύρισε το άρωμά της, χαμογέλασε και κοίταξε γύρω της. Έμπαινε γαλάζιο φως απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο και τα παιχνίδια της έλαμπαν παράξενα όπως έπεφταν πάνω τους οι πρώτες χρυσαφιές αχτίδες του ήλιου. Της φάνηκε πως ο αγαπημένος της αρκούδος τής έκλεισε το μάτι. Και το κόκκινο φόρεμα της γιορτής του σχολείου, σαν να χόρευε όπως κρεμόταν στο φύλλο της ντουλάπας. Κι αυτή η μυρωδιά από τριαντάφυλλο και φρεσκοψημένα μπισκότα την νανούριζε απαλά. Έκλεισε τα μάτια και συνέχισε να ονειρεύεται.

Ο Ιγκόρ στριμώχτηκε ανάμεσα στα πρόχειρα στρωσίδια στο πάτωμα του βαγονιού. Οι βόμβες έσκαγαν πάνω από τα κεφάλια τους και κανείς δεν τολμούσε να βγει έξω. Κρύωνε σήμερα, κάθε μέρα και περισσότερο. Μια γυναίκα είχε κατέβει κρυφά τις σκάλες και έφερε φαγητό για τα μωρά. Έκλεισε τα μάτια για να ξεγελάσει την πείνα του. Σκέφτηκε το καινούργιο κίτρινο ποδήλατο που του αγόρασε ο πατέρας του για να πηγαίνει στο πάρκο μόνος του, τώρα που ζέστανε ο καιρός. Θα το ξαναδεί ποτέ καταπράσινο; Παντού μύριζε καμένη γη.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άνοιξη που δεν έφερε δώρα για όλους.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Φωτεινή Τζέκου

Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μία άνοιξη που δεν είχε στρώσει τα πράσινα, ευωδιαστά χαλιά της με τα πολύχρωμα λουλούδια. Ήταν μουντή και πολύ λυπημένη. Κακοί άνθρωποι πετούσαν με αεροπλάνα στους ουρανούς της, έδιωχναν τα χελιδόνια κι έριχναν βόμβες σκορπώντας φωτιές στη γη. Τα παιδιά φοβισμένα, κλεισμένα στο σπίτι, ρωτούσαν: «Γιατί;» Τις απαντήσεις των μεγάλων, όμως, δεν τις καταλάβαιναν.

Ώσπου ένα βράδυ όλα τα παιδιά παντού στη Γη είδαν το ίδιο όνειρο. Και συνέχιζαν να το βλέπουν νύχτες πολλές. Και ξαφνικά ένα πρωί κατάλαβαν πως το όνειρο αυτό ήταν η λύση. Βγήκαν έξω και γέμισε ο κόσμος παιδιά, πολλά παιδιά απ’ όλες τις γειτονιές του κόσμου. Αγκαλιάζονταν σφιχτά κι έλεγαν το ένα στο άλλο: «Σ’ αγαπώ». Γέμισε το καμένο έδαφος κι ο κόσμος αγκαλιές.

Στο όνειρο είχαν δει πως οι κακοί μεγάλοι ήταν κι αυτοί κάποτε παιδιά. Είχε περάσει όμως καιρός πολύς και είχαν ξεχάσει πώς είναι να αγαπάς και να παίζεις με την άνοιξη.

Κι από εκείνη την ώρα τα παιδιά ήξεραν πως, όταν θα μεγάλωναν, θα αγαπούσαν τόσο πολύ ο ένας τον άλλο, που δεν θα ήθελε κανείς τους να ρίξει φωτιές.

Και πως η άνοιξη τούτη θα έμοιαζε παραμύθι που θα το έλεγαν στα εγγόνια τους: «Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μία άνοιξη…»

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Εύη Τσιτιρίδου – Χριστοφορίδου

Έναν καιρό και μια φορά

την Άνοιξη ζητούσα.

Είχε αργήσει να φανεί

κι εγώ ανησυχούσα.

 

Πήρα το δρόμο το μακρύ,

κάθε μικρό σοκάκι,

παρέα με μια μέλισσα

κι ένα χρυσομυγάκι.

 

Την πρώτη μέρα στάθηκα

σ’ ένα ποτάμι πλάι.

-Πού είναι η άνοιξη, ρωτώ.

-Νερό είναι και κυλάει!

 

Την άλλη μέρα ρώτησα

περήφανο πλατάνι.

-Αηδόνι είναι, μου απαντά

και για κλουβί δεν κάνει.

 

Την τρίτη μέρα βρέθηκα

στου κάμπου την αγκάλη.

-Σέρνει, μου λέει, τον χορό,

με λουλουδένιο σάλι.

Μετά η στράτα μ’ έβγαλε

σ’ ακτή με βοτσαλάκια

και μου ’πε ένα αφρόψαρο

-Παίζει με καβουράκια!

 

Μ’ ένα καΐκι σάλπαρα

κοντά στους σφουγγαράδες,

μήπως τη βρούμε στον βυθό,

κρυμμένη στις φυκιάδες.

 

Ενός αετού παρήγγειλα

ψηλά να με σηκώσει,

μήπως την βρω στα σύννεφα

να έχει βαλαντώσει.

 

Μέχρι και σ’ ένα ηφαίστειο

βρέθηκα ένα βράδυ:

-Ψάξε, μου είπε, για το Φως,

που σβήνει το σκοτάδι.

 

Παντού στον κόσμο έψαξα,

ολούθε μπήκα, βγήκα.

Μα μόνο όταν με φίλησες,

πρόβαλλε και τη βρήκα!

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Άλκηστη Χαλικιά – Ο Μεγάλος Διαγωνισμός

Μια φορά κι έναν καιρό ήρθε μια Άνοιξη που την περίμενε όλος ο κόσμος: τα δύο εργαστήρια θα παρουσίαζαν την εφεύρεσή τους για τον μεγάλο διαγωνισμό!

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι αρρωσταίνουν όταν λυπούνται, είχε προκηρύξει διαγωνισμό για μια εφεύρεση που θα φανέρωνε σε όλους πότε ένας άνθρωπος χαίρεται και πότε λυπάται! Έτσι, τα κράτη δεν θα χρειάζονταν να ξοδεύουν εκατομμύρια σε άλλες θεραπείες. Μόλις η λύπη ενός ανθρώπου φανερωνόταν, αυτός θα λάμβανε τη σχετική φροντίδα: χάδια, αγκαλιές, παιχνίδια, βόλτες, τηλέφωνα, γράμματα από φίλους, συγγενείς, συναδέλφους, λουλούδια, προσκλήσεις σε παραστάσεις, συναυλίες, πάρτυ, εκδρομές, συντροφιά ζώων και κολύμπι με δελφίνια!

Δύο εργαστήρια έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό: το «ΚΑΛΑΝΑΜΑΣΤΕ» και το «ΚΑΛΑΝΑΣΑΣΤΕ». Και τα δύο, απασχολούσαν εκατοντάδες καλλιτέχνες, συγγραφείς, στοχαστές, φυσιοδίφες, επιστήμονες. Ένα εκατομμύριο μίλια ήταν το έπαθλο! Με όποια αεροπορική εταιρία ήθελε ο καθένας, για όποιον προορισμό είχε ονειρευτεί.

Είχε φτάσει λοιπόν, η μεγάλη στιγμή. Ένα, δύο, τρία, είπε ο παρουσιαστής και όλες οι οθόνες έδειξαν την ίδια εικόνα κι όλα τα ραδιόφωνα είπαν τις ίδιες λέξεις: μια σκυλίσια ουρά! Ναι, αυτό ακριβώς! Και τα δύο εργαστήρια είχαν καταλήξει στην ίδια εφεύρεση. Μια ουρά που προσαρμόζεται εύκολα με μια ζώνη στη μέση, ενώ ένα βραχιόλι στον καρπό της δίνει απευθείας εντολές να κινηθεί, ανάλογα με τους παλμούς και τη θερμοκρασία του σώματος. Όταν η ουρά χαμηλώνει και κρύβεται σαν ντροπαλό παιδί, θα ξέρουμε ότι ο συνάνθρωπος μας λυπάται!

Τα δύο εργαστήρια συνεχάρησαν το ένα το άλλο για την καταπληκτική τους ιδέα! Σε λίγο καιρό, όλοι οι άνθρωποι απέκτησαν τις ουρές τους, σε ό,τι χρώμα ήθελε ο καθένας κι οι δρόμοι γέμισαν με ανθρώπους που έκαναν αγκαλιές, πρόσφεραν λουλούδια, χόρευαν και κανείς, μα κανείς δεν ξαναπέρασε τη λύπη του μόνος του.

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)

Ευχαριστούμε τον μικρό καλλιτέχνη, Άγγελο Γουργουρίνη, 7 ετών, για τη ζωγραφιά που συνοδεύει το θέμα

© 2023 All rights reserved Powered by Brainfoodmedia.

ID - ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Scroll To Top