Η ψυχολογία στην προσχολική ηλικία
Καταρχήν να πούμε ότι επειδή στα νήπια, δηλαδή στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, είναι δύσκολο να μπορέσουν τα ίδια να μας δώσουν πληροφορίες σχετικά με το τι τα έχει ενοχλήσει κάποιες φορές, γιατί γίνονται επιθετικά, δηλαδή είναι δύσκολο να το εκφράσουν λεκτικά, θα ήταν σίγουρα ανούσιο να απευθύνουμε εμείς ερωτήσεις τύπου «γιατί χτυπάς το παιδάκι», «τι…
Καταρχήν να πούμε ότι επειδή στα νήπια, δηλαδή στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, είναι δύσκολο να μπορέσουν τα ίδια να μας δώσουν πληροφορίες σχετικά με το τι τα έχει ενοχλήσει κάποιες φορές, γιατί γίνονται επιθετικά, δηλαδή είναι δύσκολο να το εκφράσουν λεκτικά, θα ήταν σίγουρα ανούσιο να απευθύνουμε εμείς ερωτήσεις τύπου «γιατί χτυπάς το παιδάκι», «τι σε πείραξε». Δηλαδή να αρχίσουμε να το βομβαρδίζουμε με ερωτήσεις που μπορεί να αυξήσουν και την ένταση. Βοηθάει πολύ περισσότερο να τα παρατηρήσουμε ώστε να δούμε σε ποιες περιπτώσεις εκδηλώνονται τέτοιες συμπεριφορές, δηλαδή χρονικά πότε, ή κάθε πότε, σε ποιο πλαίσιο, σε ποιο χώρο, όταν είναι με ποιον, δηλαδή είναι στο σχολείο, όταν τα κρατάει η γιαγιά τους, όταν βρίσκονται μαζί μας και στη διάρκεια ποιων δραστηριοτήτων, δηλαδή να παρατηρήσουμε πότε εκδηλώνεται το φαινόμενο, σε ποιες συνθήκες.
Υπάρχουν παράγοντες που μπορεί να ευθύνονται για τον εκνευρισμό του παιδιού και έχουν να κάνουν καθαρά με το ίδιο, στα πιο μικρά παιδιά, δηλαδή μπορεί τα ίδια να είναι πολύ κουρασμένα ή να μην είναι ικανοποιημένα από πλευράς βασικών αναγκών, να πεινούν, να διψούν και καμιά φορά να γίνονται επιθετικά λόγω αυτού. Υπάρχουν όμως και παράγοντες περιβαλλοντικοί, δηλαδή έχουν να κάνουν με το κλίμα που υπάρχει σε ένα πλαίσιο. Δηλαδή μπορεί να είναι μια δασκάλα που γι’ αυτά δεν είναι πολύ ενθαρρυντική και ζεστή, φιλική μαζί τους οπότε η αντίδραση μπορεί και να πηγαίνει προς τα εκεί και να εκδηλώνουν έτσι επιθετικότητα, για παράδειγμα, στο χώρο του σχολείου.
Άρα εμείς οφείλουμε να παρατηρήσουμε και να πάρουμε πληροφορίες από δασκάλους και από όποιον φροντίζει εκτός από εμάς, για να αρχίσουμε να ξεχωρίζουμε πότε και πού. Τώρα, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η επιθετικότητα σε αυτή την τρυφερή ηλικία συνδέεται πολύ συχνά με ματαίωση. Δηλαδή, σε καταστάσεις όπου τα παιδιά δεν τα καταφέρνουν σε κάτι ή δεν καταφέρνουν να αποκτήσουν κάτι που επιθυμούν και επειδή δεν μπορούν να περιμένουν για αυτό, όπως για παράδειγμα ένα παιδάκι που θέλει να πάρει ένα παιχνίδι να παίξει και εκείνη την ώρα αυτό το παιχνίδι το έχει ένα άλλο παιδάκι, αυτή είναι μια περίπτωση κρίσιμη! Γιατί μπλέκεται το ότι «εγώ το θέλω και το θέλω τώρα!». Δεν μπαίνουν εύκολα και στη θέση του άλλου. Σε αυτές τις περιπτώσεις εμείς, ως γονείς, αυτό που μπορούμε να κάνουμε παρεμβαίνοντας δηλαδή είναι να δώσουμε λύσεις που ανακουφίζουν το στρες των παιδιών. Κάτι πολύ απλό που μπορούμε να κάνουμε είναι είτε να τραβήξουμε αλλού την προσοχή τους (σε μικρές ηλικίες είναι εύκολο να γίνει αυτό) είτε να προτείνουμε κάτι συμβιβαστικό, δηλαδή στο παρα΄δειγμα με το παιχνίδι να μοιραστούν εναλλάξ το παιχνίδι τα δύο παιδάκια ή να παίξουν μαζί το παιχνίδι. Αυτό εξαρτάται και από την ηλικία τους. Γιατί όσο πιο μεγάλα είναι, τόσο περισσότερο μπορούν να κοινωνικοποιηθούν και να μοιραστούν.
Αν τώρα η επιθετικότητα εξακολουθεί να υφίσταται και δεν σταμάταει, δηλαδή η ενόχληση προς τα άλλα παιδιά είναι συνεχής, τότε σίγουρα πρέπει να προβούμε και σε άλλες ενέργειες, για παράδειγμα να του πούμε «δεν επιτρέπεται να χτυπάς το άλλο παιδάκι και πρέπει να ζητήσεις συγγνώμη», αυτό πρέπει να το κάνουμε όσο μικρά κι αν είναι, και αυτό ακόμα να το ακούν, ότι πρέπει να γίνει, ότι είναι κι αυτό μια συνέπεια. Γιατί αυτό θα τα βάλει σταδιακά στο να καταλάβουν και τον κανόνα που υπάρχει γι’ αυτό, που είναι ένας άγραφος κανόνας κοινωνικοποίησης και τα βάζει να σκεφτούν τη θέση του άλλου.
Πολλές φορές ακούω γονείς που λένε «επειδή το παιδί μου έγινε πολύ επιθετικό δεν μπορούσαμε να το συγκρατήσουμε και ήμασταν κάπου έξω και σηκωθήκαμε και φύγαμε». Συμβαίνει κι αυτό ενίοτε, στις πιο ακραίες καταστάσεις, απλώς θα ήθελα να τονίσω εδώ ότι όταν γίνεται πρέπει να γίνεται χωρίς καθόλου θυμό. Δηλαδή θα πρέπει να προσέχουμε ώστε εμείς να μη διαιωνίσουμε την επιθετικότητα. Γιατί έτσι γινόμαστε κι εμείς άθελά μας αρνητικά πρότυπα. Δηλαδή εκείνο έχει κάποιους λόγους που κάποιες φορές δεν τους ξέρουμε οπότε είναι σημαντικό να μάθουμε τι το έχει ενοχλήσει και μετά είναι να σαν γινόμαστε κι εμείς επιθετικοί προς το παιδί. Είναι σημαντικό να εξηγήσουμε γιατί φεύγουμε, αλλά μπορούμε να το πούμε πολύ πιο απλά, χωρίς να ρίχνουμε την ευθύνη σε κάποιον. Δηλαδή να πούμε «σε βλέπω ότι είσαι πολύ κουρασμένος/δεν περνάς ωραία και νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα να φύγουμε». Να μην το δει το παιδί σαν τιμωρία. Γιατί μετά αυτό που κάνουμε άθελά του είναι να το τιμωρούμε απομονώνοντάς το. Όμως το «μαζί με τα άλλα παιδιά» έχει και σύγκρουση. Όχι κάθε φορά που δημιουργείται ένα θέμα να το αφήνουμε απέξω. Δηλαδή η αποχώρηση από ένα μέρος είναι μια τιμωρία που δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε έτσι. Θα του πούμε «βλέπω ότι έχεις θυμώσει, δεν περνάς ωραία, αλλά ήρθαμε εδώ για να περάσεις ωραία. Δεν πειράζει, την επόμενη φορά». Δηλαδή να μη μείνει κάτι από τη δική μας πλευρά που θα το βαρύνει ακόμα περισσότερο.
Οπότε στα πιο μικρά παιδιά η τιμωρία δεν λειτουργεί σε τέτοιες περιπτώσεις. Η τιμωρία έχει αποτέλεσμα όταν αρχίζει ένα παιδί να καταλαβαίνει τον κανόνα, δηλαδή όχι 2-3 ετών, αλλά αργότερα, στα 4-5 χρόνια. Τότε, εφόσον ξέρει ένα παιδί τι περιμένουμε από αυτό και τι είναι σωστό να κάνει, μπορούμε να το τιμωρήσουμε. Παρ’ όλα αυτά μετά θα πρέπει να έχουμε λίγο χρόνο για να συζητήσουμε μαζί του τι το έκανε να νιώσει έτσι και να ασχοληθούμε λίγο με την πηγή της επιθετικότητας. Δηλαδή να μην ασχοληθούμε μόνο με τη συμπεριφορά (ότι «βάρεσε») αλλά να μάθουμε γιατί έφτασε σε σημείο να «βαρέσει» και γιατί δεν το άρθρωσε λεκτικά: γιατί δεν ήρθε να το πει σε εμάς ή δεν το είπε στο άλλο παιδί. Δηλαδή μας ενδιαφέρει να αρχίσει να διοχετεύει το θυμό του με λειτουργικό τρόπο.
Στα 4-5 χρόνια μπορούμε να καταλάβουμε τους λόγους μέσα από μια συζήτηση με το παιδί;
Ανάλογα με το παιδί! Εδώ παίζει ρόλο και η γλωσσική του ανάπτυξη, δηλαδή το πόσο έχει προχωρήσει η ομιλία του. Είναι ανά περίπτωση. Έτσι κι αλλιώς κάθε γονιός αρχίζει μια σχέση με το παιδί του από το μηδέν. Γι’ αυτό πιο σημαντικό ρόλο παίζει η δική μας παρατήρηση. Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο μπορούμε να βοηθήσουμε το παιδί αλλά το γνωρίζουμε κιόλας. Δηλαδή, καθώς μεγαλώνει, μαθαίνουμε ποια πράγματα το ενοχλούν. Μπορούμε να προβλέψουμε και μετά να βοηθήσουμε και το ίδιο να καταλάβει τον εαυτό του. Γιατί στην αρχή δεν έχει επίγνωση.
Και τι κάνουμε με παράγοντες που δεν περνούν άμεσα από το χέρι μας (π.χ. μια νευρική δασκάλα, ένα παιδάκι στο σχολείο που ενοχλεί το δικό μας);
Εάν αυτό γίνεται στο χώρο του σχολείου, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να μιλήσουμε με τη δασκάλα, γιατί αυτή το διαχειρίζεται εκεί. Καταρχήν εκτός από την πληροφορία που θα πάρουμε από το ίδιο το παιδί πρέπει να μάθουμε τι βλέπει και εκείνη και να εφιστήσουμε λίγο την προσοχή της και μετά να σκεφτούμε μαζί της τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε το παιδί μας. Και συζήτηση με το ίδιο το παιδί. Αλλά προτού πούμε τι πρέπει να κάνει και τι να μην κάνει, να καταλάβουμε λίγο τι φταίει.
Σε ποιες περιπτώσεις η επιθετικότητα μπορεί να υποδηλώνει κάποια διαταραχή και να μην είναι στο πλαίσιο της φυσιολογικής συμπεριφοράς του νηπίου;
Πρώτον, όταν εμμένει, δηλαδή εμφανίζεται σε όποιο πλαίσιο κι αν κινείται το παιδί –σπίτι, σχολείο, παιδική χαρά, παντού. Δεύτερον, όταν εκδηλώνεται με πολύ μεγάλη συχνότητα, όχι π.χ. μόνο σε μια περίοδο κατά την οποία ένα παιδί είναι αναστατωμένο και συντρέχουν λόγοι που έχουν να κάνουν με την οικογένεια και εκδηλώνει τέτοιες συμπεριφορές, εμμένει στο χρόνο και αρχίζει και το κάνει δυσλειτουργικό. Δηλαδή μπορεί εξαιτίας αυτού τα άλλα παιδιά να μην το θέλουν, να το κάνουν στην άκρη, το ίδιο να φαίνεται ότι δεν περνάει ωραία… να περνάει μηνύματα ότι δεν είμαι ευχαριστημένο, ότι είναι μόνιμα θυμωμένο και ότι δεν χαίρεται, ότι μένει έξω από τα παιχνίδια, ότι μένει πίσω σε πράγματα – γιατί όταν δεν συμμετέχει σε δραστηριότητες, μένει πίσω. Όταν λοιπόν έχουμε ένα παιδί το οποίο βλέπουμε ότι το συναίσθημά του αλλάζει προς το χειρότερο, κι αυτό δεν είναι ευκαιριακό αλλά επιμένει στο χρόνο, αυτό είναι σημάδι ότι κάτι πρέπει να κάνουμε. Αν οι ίδιοι δεν μπορούμε να το αποδώσουμε κάπου, αν δεν συμπίπτει με κάποια φάση που περνάει η οικογένεια, τότε ζητάμε τη βοήθεια ειδικού.
Πολλές φορές επίσης, ένας δάσκαλος ή νηπιαγωγός, που θα παρατηρήσει μια πολύ διαταρακτική συμπεριφορά, ή μια συμπεριφορά που εμμένει, ενημερώνει τους γονείς και μπορεί να προτείνει την παραπομπή σε ειδικό ψυχικής υγείας.