«Τι συνειδητοποίησα όταν η κόρη μου έπαθε πυρετικούς σπασμούς»
«Κάποιες φορές η μητρότητα είναι καταιγιστική. Φροντίζεις τα πάντα, χάνεις τα πάντα, κερδίζεις τα πάντα»: μια υπέροχη μαρτυρία από την Αμερικανίδα αρθρογράφο και μητέρα δύο παιδιών Cedar Pruitt.
«Όταν σε κοιτάω είναι σαν να τρώω ένα γλυκό».
Η ξανθιά τρίχρονη κόρη μου φορούσε κόκκινα γυαλιά ηλίου σε στυλ 80s, είχε ένα τατουάζ πεταλούδα στον καρπό της και ένα κόκκινο και λευκό φόρεμα. Η αντίδρασή της με έκανε να σκεφτώ ότι είχα πει την καλύτερη μέχρι τότε ατάκα μου. Ήμουν στο μπάνιο και ετοιμαζόμουν να πάω για δουλειά, αλλά δεν μπορούσε να πάρω το βλέμμα μου πάνω από κάποια που αγαπούσα τόσο απόλυτα.
Ήταν η Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου και, το ίδιο πρωί, είχαμε ανταλλάξει με τον μπαμπά της δώρα, κάρτες και σοκολάτες, οπότε η ανάμνηση του γλυκίσματος ήταν ακόμα φρέσκια στη μνήμη της όταν της το είπα, κι εκείνη αντίδρασε με ένα ασυνήθιστα δυνατό χαχάνισμα και κοκκίνισε. Το είχε πιάσει. Εκείνο το πρωί, πηγαίνοντας στο σχολείο, προκάλεσε παρόμοιες αντιδράσεις σε δασκάλους και φίλους:
επίμονα βλέμματα και χαμόγελα θαυμασμού. Είχε τέτοια γοητεία, που έμοιαζε να λάμπει. Μοιράσαμε από ένα σοκολατάκι στους συμμαθητές της, προτού αποχαιρετιστούμε με μια μεγάλη αγκαλιά.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, η κόρη μου κατέρρευσε στον παιδικό σταθμό. Το σώμα της κυριεύτηκε από σπασμούς που κράτησαν ένα λεπτό, ένα ατελείωτο λεπτό στη διάρκεια του οποίου τα πρωτόκολλα του σχολείου μπήκαν αμέσως σε εφαρμογή και ενώ η δασκάλα της βρισκόταν στο πλευρό της, κάλεσαν ασθενοφόρο, καθώς οι συμμαθητές της παρακολουθούσαν τρομαγμένοι. Εγώ, ενώ μάζευα τα πράγματά μου να φύγω από μια επαγγελματική συνάντηση για να πάω να την πάρω από τον παιδικό σταθμό, άκουσα το τηλέφωνο να χτυπάει.
«Με συγχωρείτε, πρέπει να το σηκώσω».
Τα τηλεφωνήματα που σε στέλνουν σε άλλη διάσταση θα έπρεπε κανονικά να κάνουν το τηλέφωνο να γίνεται κατακόκκινο ή να εκρήγνυται ή να εκπέμπει θερμότητα. Όταν άκουσα τη φωνή της διευθύντριας να μου μιλάει σε ένα σκόπιμα ήρεμο τόνο, ήξερα ότι έπρεπε να χωνέψω κάθε λέξη. Ακούγοντας την είδηση, ένιωσα την καρδιά μου να σπάει. Η διευθύντρια μου ζήτησε να πάω εκεί, προσθέτοντας το εξής: «Έχει τις αισθήσεις της και αναπνέει».
Αυτές οι λέξεις είναι ταυτόχρονα καθησυχαστικές και τρομερές. Αυτό ήταν το καλύτερο που είχε να μου πει; Ήταν. Μέχρι την ώρα που τη φόρτωσαν στο ασθενοφόρο, μιλούσα κλαίγοντας στο τηλέφωνο με τους νοσηλευτές, ζητώντας τους να με περιμένουν. Δεν μπορούσαν, φυσικά. Εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόμουν καθαρά – ήμουν αδιανόητα διαλυμένη. Με έσκιζε στα δύο το γεγονός ότι δεν ήμουν στο πλάι της. Τώρα την πήγαιναν στο κέντρο, στο Παίδων της Βοστόνης. Με μια συνάδελφο, επιδοθήκαμε σε έναν αγώνα δρόμου για το νοσοκομείο. Στη διαδρομή, η συνάδελφός μου σταμάτησε για λίγο το αυτοκίνητο και, με το κινητό της παγωμένο στην εφαρμογή του GPS, ξέσπασε σε κλάματα. Πλησιάζοντας στο νοσοκομείο, άκουσα πίσω μας μια σειρήνα.
«Αυτή είναι», είπα, και είχα δίκιο. Βγήκα από το αυτοκίνητο και άρχισα να τρέχω μέσα στο δρόμο μέχρι που είδα τα κόκκινα μαλλιά της δασκάλας της καθώς έμπαιναν στο νοσοκομείο – και εκεί ήταν η μικρή μου ομορφιά, ξαπλωμένη σε ένα δυσανάλογα τεράστιο κρεβάτι, με τα μάτια ανοιχτά, σοκαρισμένη, κοιτώντας μπροστά καθώς την αποσυνέδεαν από τα μηχανήματα.
«Να η μαμά της! Είναι καλά! Πάντα νιώθω τόσο άσχημα για τη μαμά», είπε ο νοσηλευτής ενώ άγγιζα το μικρό της κεφαλάκι.
«Είναι καλά, είναι μια χαρά», είπε η δασκάλα της, ενώ εγώ άρχιζα να κλαίω ακουμπισμένη στον ώμο της.
Αλλά δεν ήταν ο εαυτός της. Έτρεμε ολόκληρη. Τα μάτια της κοιτούσαν κάτι, αλλά στην πραγματικότητα δεν έβλεπαν τίποτα. Ήταν διάπλατα ανοιχτά και ξαφνιασμένα και χλωμά, κατά κάποιον τρόπο. Δεν με κοιτούσε όταν οι νοσηλευτές έκαναν την εισαγωγή. Την πλησίασα, μάζεψα όλη την ψυχραιμία μου και είπα το όνομά της, όσο πιο ήρεμα και γλυκά μπορούσα, προσθέτοντας: «Είναι η μαμά».
Το βλέμμα της φάνηκε να εστιάζει. Άπλωσε το χέρι της, το ακούμπησε στο μάγουλό μου και το άφησε εκεί, χαρίζοντάς μου το πιο αχνό χαμόγελο και ένα βλέμμα αγάπης που δεν μπορώ να περιγράψω ή να εξηγήσω ή να ξεχάσω. Το είδαν όλοι, και εκείνη τη στιγμή η δασκάλα της, όπως μου είπε αργότερα, ήξερε ότι το κορίτσι θα ήταν μια χαρά.
Ώρες μετά, στο νοσοκομείο, το νήπιό μου έμοιαζε με μια «λάιτ» εκδοχή του εαυτού της. Άφηνε να της ξεφεύγουν γελάκια που δεν είχα ξανακούσει από εκείνη. Δεν έλεγε πολλά και κάποιες φορές περιέγραφε τα παιχνίδια της στους δασκάλους της – που δεν ήταν εκεί. Έφαγε παγωτό γρανίτα και μετά πρότεινε να «πάμε πάνω να χαϊδέψουμε τη γάτα μας». Της εξήγησα πως δεν ήμασταν σπίτι. Ήταν ένα γλυκό, τρυφερό, εμπύρετο λουλούδι.
Οι γιατροί την εξέτασαν, τη συνέδεσαν με διάφορα μηχανήματα, ένας εθελοντής της έφερε δώρα, κι εγώ είχα κουλουριαστεί μαζί της στο κρεβάτι του νοσοκομείου, με τα στομάχια μας να μουγκρίζουν από την πείνα και το μωρό στην κοιλιά μου να κλωτσάει προς την κατεύθυνση της μελλοντικής αδερφούλας του. Ο μπαμπάς της ήταν καθ’ οδόν.
Όπως αποδείχτηκε, ήταν ένας πυρετικός σπασμός, μια σχετικά συνηθισμένη αντίδραση των παιδιών σε πολύ απότομη άνοδο της θερμοκρασίας του σώματός τους, για τον οποίο αποφάσισα να μη διαβάσω πάρα πολλά στο Ίντερνετ, αφού με είχαν διαβεβαιώσει ότι ήταν καλά.
Το ίδιο βράδυ, στις 9, καθώς παίρναμε εξιτήριο από το νοσοκομείο, σκέφτηκα ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Μετά, κρατούσα το χέρι της ενώ το ταξί διέσχιζε την όμορφη νυχτερινή πόλη, με την κόρη μου να κοιτάει έξω από το παράθυρο, τραγουδώντας ένα ανόητο τραγουδάκι για την αλφαβήτα. Μπέρδευε επίτηδες τα γράμματα, γελώντας με τα ίδια της τα αστεία. Ξάπλωσε στο κάθισμα και μου είπε ότι θα κοιμόταν. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο παρά να την κοιτάω με ανακούφιση και έκπληξη και ευγνωμοσύνη.
Μου θύμισε κάτι. Μόλις γεννήθηκε, την πήρα στην αγκαλιά μου και κοίταξα στα μάτια της, προτού ακόμα μάθω ότι είναι κορίτσι, είδα ολόκληρο το σύμπαν στο πρόσωπό της. Είδα αστέρια, ένα σκοτάδι γεμάτο από γαλαξίες. Σε θέματα πίστεως είμαι αγνωστικίστρια, αλλά ήξερα ότι είχε έρθει από πολύ μακριά, στην αγκαλιά μου. Και πως την περίμενα πολύ καιρό.
Στο ταξί, εκείνο το βράδυ, οι αντανακλάσεις των κτιρίων στο ποτάμι έμοιαζαν με γαλαξίες και η διαδρομή μας προς το σπίτι έμοιαζε με πτήση προς κάπου όπου έπρεπε να είμαστε. Η κόρη μου ήταν ξανά μαζί μου. Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, από το φόβο που στο μυαλό μου έπαιζε ξανά και ξανά η ίδια σκηνή, αλλά το γεγονός ότι η κόρη μου ήταν σπίτι μας, στο κρεβάτι μας, ασφαλής, ήταν ανεκτίμητο.
Λίγες μέρες πριν από το συμβάν, η οικογένειά μας είχε βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής, καθώς ο σύζυγός μου είχε κάποιες σημαντικές εξελίξεις στη δουλειά μου κι εγώ είδα μια επιστολή μου να δημοσιεύεται στους New York Times, ενώ ταυτόχρονα έκανα μια σειρά από παρουσιάσεις σε υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρείας μου. Στο μεταξύ η μικρή μας γλυκιά κόρη ζούσε μακάρια τη ζωή της, ως ένα χαρούμενο παιδάκι που έπαιζε με τρενάκια και διέκοπτε τα δείπνα μας με τις ατάκες, τα αστεία και τα παράπονά της για το φαγητό.
Τώρα όλα τα άλλα έμοιαζαν ασήμαντα, και η κόρη μας ήταν τα πάντα, ήταν κομμάτι κάθε πράγματος που υπάρχει στον κόσμο. Διέτρεχε όλα τα κτίρια της μικρής μας πόλης σε μια στιγμή, τα οποία ήταν ταυτόχρονα ευάλωτα και δυνατά, όπως κάθε παιδί είναι ευάλωτο και δυνατό μαζί.
Ενώ περιμέναμε για ταξί το ίδιο βράδυ, παίζοντας με την τεράστια μουσική σκάλα που λειτουργεί ως εγκατάσταση στο Παίδων, μια οικογένεια εκεί κοντά έπαιζε με το παιδί της, ένα μικρό καρκινοπαθή, και ένιωσα την καρδιά μου να βουλιάζει. Κάποιες φορές η μητρότητα είναι καταιγιστική. Φροντίζεις τα πάντα, χάνεις τα πάντα, κερδίζεις τα πάντα. Ένα χεράκι πάνω στο μάγουλό σου είναι τα πάντα, όπως κι αν τα φέρει η ζωή.