Ποιον αγαπάς περισσότερο;
Διλήμματα που καλό είναι να μη βάζουμε στα παιδιά…
Τον παππού σου ή τη γιαγιά σου; Ποιον παππού από τους δύο περισσότερο; Τη μαμά ή τον μπαμπά; Τον αδερφό ή την αδερφή σου; Σας έκαναν κι εσάς όταν ήσασταν παιδιά αυτές τις ερωτήσεις; Αν όχι, είστε τυχεροί. Αν ναι, τότε θα ξέρετε από πρώτο χέρι την αμηχανία που κουβαλάνε αυτές οι ερωτήσεις και κυρίως οι απαντήσεις που καλείσαι κάθε φορά να δώσεις.
Αν είστε ωστόσο από αυτούς που τις κάνουν ακόμα και τώρα στα σημερινά παιδιά, θεωρώντας τες «αστείες» ή αθώες, τότε καλό είναι να ξέρετε ότι ούτε αστείες είναι ούτε τόσο αθώες όσο θα θέλατε να πιστεύετε.
Πρώτον, δεν υπάρχει λόγος να λέμε στα παιδιά να βάζουν την αγάπη σε κουτάκια ή να τους δίνουμε μια μεζούρα και να τα οδηγούμε στη διαδικασία του να μετράνε και να αξιολογούνε τα συναισθήματά τους με αξιολογικούς όρους.
Δεύτερον, είναι σαν να τους βάζουμε ψεύτικα διλήμματα όπου ο κόσμος ξαφνικά είναι αναγκαστικά άσπρος ή μαύρος.
Τρίτον, τους δημιουργούμε τη σκέψη ότι είναι υποχρεωτικό να διαλέξουν.
Όμως η αγάπη των παιδιών για δικά τους πρόσωπα ή μέλη της οικογένειάς τους δεν χρειάζεται από αυτή την ηλικία να υπολογίζεται με μονάδες μέτρησης και συγκριτικούς βαθμούς. Κυρίως γιατί τα παιδιά ζουν τη στιγμή, ζουν στο τώρα – και η απάντηση που θα δώσουν θα αφορά εντελώς το παρόν, μπορεί να μην αφορά ούτε το χθες ούτε το αύριο. Κι ύστερα τα μαθαίνουμε να χρησιμοποιούν την αγάπη, να αγαπούν κάποιον περισσότερο αιτιολογικά.
Η αγάπη δεν διαιρείται, δεν είναι ίδια, δεν μπαίνει σε καλούπια, δεν αιτιολογείται. Κι αν τα παιδιά αγαπούν κάποιον περισσότερο ή λιγότερο είναι δικό τους θέμα και όχι κάτι που χρειάζεται να το πουν φωναχτά ή να νιώθουν άσχημα ή ενοχές για αυτό. Γιατί ναι η αγάπη κερδίζεται, δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε δεδομένη… ακόμα και στα παιδιά!
Οπότε αν η ερώτηση που τους κάνετε αφορά και εσάς τους ίδιους, να είστε έτοιμοι για κάθε απάντηση, γιατί τα παιδιά είναι συνήθως πιο ετοιμόλογα και πιο ειλικρινή απ’ όσο αντέχουν οι ενήλικες.