Γιατί τα νήπια φοβούνται το σκοτάδι;
Και πώς θα τα βοηθήσουμε να διαχειριστούν τους φόβους τους.
Σε ποια ηλικία ένα παιδί αρχίζει να φοβάται το σκοτάδι; Οι φόβοι ενός παιδιού είναι εγγενείς ή επίκτητοι; Και γιατί ένα μωρό μπορεί να φοβάται τα φίδια, παρόλο που δεν τα έχει ξαναδεί ποτέ του στο παρελθόν;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία προσπαθούν να απαντήσουν οι ειδικοί. Τι γνωρίζουμε λοιπόν για τους παιδικούς φόβους και πώς θα τους αντιμετωπίσουμε ως γονείς;
Η πηγή των φόβων
Οι ειδικοί αναγνωρίζουν δύο είδη φόβων: τους εγγενείς φόβους, με τους οποίους γεννιόμαστε, και τους επίκτητους, που αναπτύσσουμε στην πορεία της ζωής μας. Η μεγάλη πλειονότητα των φόβων είναι επίκτητη, αλλά σύμφωνα με έρευνες υπάρχουν δύο τουλάχιστον εγγενείς φόβοι, όχι μόνο στον άνθρωπο αλλά σε όλα τα θηλαστικά: οι φόβοι της πτώσης και των δυνατών θορύβων.
«Ακόμα και οι φόβοι για το σκοτάδι ή για τα ερπετά είναι επίκτητοι», σχολιάζει σχετικά ο ψυχίατρος Seth Norrholm, συνεργάτης του αμερικανικού Πανεπιστημίου Έμορι. «Οι φόβοι της πτώσης και των δυνατών θορύβων είναι οι μοναδικοί που, σε όποια ηλικία κι αν έρθουμε σε επαφή με τα αντίστοιχα ερεθίσματα, ενεργοποιούν μια αντίδραση του νευρικού μας συστήματος, στέλνοντας το μήνυμα: “Προσοχή: Μπορεί να τραυματιστείς!”».
Οι άπειροι φόβοι που κρατούν τα παιδιά άγρυπνα τις νύχτες είναι σπάνια εγγενείς, αλλά συνήθως μαθαίνονται με διάφορους τρόπους. «Μαθαίνουμε να φοβόμαστε είτε μέσα από προσωπικές εμπειρίες –για παράδειγμα, αν μας δαγκώσει μια αράχνη– είτε παρατηρώντας τις αντιδράσεις των άλλων ανθρώπων, π.χ. τις εκφράσεις του προσώπου τους», σχολιάζει η νευροεπιστήμονας Stefanie Hoehl, του Πανεπιστημίου της Βιέννης.
Κάποιοι επιστήμονες πιστεύουν ότι οι λεγόμενοι «αρχέγονοι φόβοι», π.χ. για τις αράχνες και τα φίδια, είναι εγγενείς. Άλλοι, όπως ο Norrholm και η Hoehl, διαφωνούν. «Τα θηλαστικά, ανάμεσά τους και οι άνθρωποι, έχουν μια προδιάθεση να αναπτύξουν φόβους για αρχέγονες απειλές, όπως είναι οι αράχνες, τα φίδια, το ύψος, οι κλειστοί χώροι και η φωτιά», υποστηρίζει η Hoehl, η οποία διεξήγαγε ένα πείραμα σε μωρά έξι μηνών, όπου παρατήρησε ότι όταν ένα βρέφος βλέπει εικόνες με φίδια και αράχνες, διαστέλλονται οι κόρες των ματιών του (μια ένδειξη φόβου). Παρ’ όλα αυτά η ίδια δεν πιστεύει ότι είμαστε «γενετικά προγραμματισμένοι» να φοβόμαστε τα παραπάνω ερεθίσματα, απλώς ότι έχουμε μια «γενετική προδιάθεση» προς αυτό.
Πώς τα παιδιά διαχειρίζονται το φόβο
Ο εγκέφαλός μας αντιδρά με δύο τρόπους όταν έρχεται αντιμέτωπος με ένα απειλητικό ερέθισμα: Είτε άμεσα, υιοθετώντας την αντίδραση της «πάλης ή φυγής» (fight or flight) – για παράδειγμα, αν δούμε μπροστά μας μια αρκούδα, μπορεί να αρχίσουμε να τρέχουμε προτού καλά καλά αντιληφθούμε το ερέθισμα. Είτε έμμεσα, δηλαδή αφού επεξεργαστούμε το ερέθισμα, μπορεί να επιλέξουμε πιο ψύχραιμα τη σωστή αντιμετώπιση – αν, ας πούμε, δούμε μια μικρή αράχνη, μπορεί να σκεφτούμε «αυτό το έντομο είναι εντελώς ακίνδυνο» και, απλά, να την αγνοήσουμε.
Τα μικρά παιδιά, καθώς δεν έχουν ακόμα πλήρως αναπτυγμένα τα νευρωνικά δίκτυα που τους επιτρέπουν να επεξεργαστούν ένα απειλητικό ερέθισμα, είναι πιο επιρρεπή στην άμεση αντίδραση της «πάλης ή φυγής». Έτσι, αν σκάσει ένα μπαλόνι, ένας ενήλικας θα μπει στη διαδικασία να σκεφτεί ότι αυτό το γεγονός δεν τον βάζει σε κίνδυνο, ενώ ένα νήπιο μπορεί να βάλει τα κλάματα και να τρέξει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
«Ο τρόπος σκέψης των νηπίων είναι πολύ δύσκαμπτος και αντιδραστικός. Καθώς όμως μεγαλώνουν, ο μετωπιαίος λοβός τους αναπτύσσεται και μαθαίνουν μέσα από τις εμπειρίες της ζωής, με αποτέλεσμα να ξεπερνούν παιδικούς φόβους όπως αυτοί που τους προκαλούν τα τέρατα κάτω από το κρεβάτι τους ή ένας δυνατός θόρυβος έξω από το δωμάτιό τους. Καθώς ένα παιδί μεγαλώνει, συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχουν τέρατα και ότι ο θόρυβος έξω από το δωμάτιό του είναι απλώς ο δυνατός αέρας που κουνάει τα κλαδιά του δέντρου στην αυλή», σχολιάζει ο Norrholm.
Πώς μπορούμε να κάνουμε τους παιδικούς φόβους συμμάχους μας
Οι παιδικοί φόβοι, λοιπόν, είναι απόλυτα φυσιολογικοί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ως γονείς πρέπει να τους αγνοούμε ή να τους υποτιμάμε. «Καλό είναι να ανακαλύψουμε από πού προέρχονται και αν βασίζονται στην πραγματικότητα ή τη φαντασία», συμβουλεύει ο Norrholm. «Αν το παιδί μας φοβάται μια αράχνη που εμφανίστηκε στο δωμάτιό του, μπορούμε να του πούμε ότι “ναι, μερικές φορές μπαίνουν στο σπίτι μας μικρές αράχνες, οι οποίες όμως δεν μας κάνουν κακό”. Αν όμως ο φόβος απορρέει από κάτι που το παιδί είδε στην τηλεόραση, για παράδειγμα, μια ταινία με μια αράχνη που καταβρόχθιζε παιδιά, πρέπει να το διαβεβαιώσουμε ότι τέτοιες απειλές δεν είναι αληθινές».
Επιπλέον, τα παιδιά απορροφούν σαν σφουγγάρια τους δικούς μας, συχνά παράλογους φόβους. «Ως γονείς πρέπει να γνωρίζουμε την επίδραση της συμπεριφοράς μας στα παιδιά μας, ακόμα και στα βρέφη», τονίζει η Hoehl. «Ακόμα και αν δεν εκφράζουμε ανοιχτά ένα φόβο μπροστά στο παιδί μας, αυτό μπορεί να τον καταλάβει από τις εκφράσεις του προσώπου μας και να τον υιοθετήσει».
Σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο, ο φόβος είναι σύμμαχός μας και μπορεί να αποδειχθεί ακόμα και σωτήριος για ένα παιδί. Για παράδειγμα, αν θέλουμε να αποθαρρύνουμε το νήπιό μας από το να πιάνει καλώδια, μπορούμε να τα παρουσιάσουμε ως απειλή. Από την άλλη όμως, αν επιδιώκουμε να μεγαλώσουμε ένα παιδί που αγαπάει τα ζώα, δείχνοντας φόβο κάθε φορά που συναντάμε στο δρόμο ένα σκυλάκι με τον ιδιοκτήτη του μάλλον θα πετύχουμε το αντίθετο αποτέλεσμα. «Ας έχουμε κατά νου ότι ο φόβος είναι μια συμπεριφορά που συμβάλλει στην επιβίωση», επισημαίνει ο Norrholm. «Έτσι, η αντίδραση της πάλης ή φυγής, ενώ μπορεί να πυροδοτηθεί και από πράγματα που δεν είναι επικίνδυνα, θα μας βοηθήσει ιδιαίτερα στην περίπτωση μιας αληθινής απειλής».
«Δεν θέλουμε τα παιδιά μας να φοβούνται υπερβολικά ή να είναι εντελώς ατρόμητα – θέλουμε όμως να είναι σε θέση να διαχειριστούν τους φόβους τους», καταλήγει ο παραπάνω ειδικός.