Παραμύθι:Ένα απίθανο ποντίκι
Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου Ο Πελοπίδας ήταν ένας γκρίζος ποντικός με έξυπνο πρόσωπο και τόσο…
Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου
Ο Πελοπίδας ήταν ένας γκρίζος ποντικός με έξυπνο πρόσωπο και τόσο χαρούμενος που τα μουστάκια του γελούσαν συνέχεια. Ήταν σβέλτος στις κινήσεις κι αρκετά γυμνασμένος, γιατί προτού μπλέξει στην περιπέτεια που θα σας διηγηθώ, πήγαινε αρκετά συχνά σε ένα γυμναστήριο ποντικών.
Στον Πελοπίδα άρεσαν πολύ τα ταξίδια. Από μικρός ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο, γι αυτό μια μέρα κατέβηκε στο λιμάνι και μπήκε στο πρώτο πλοίο που βρήκε μπροστά του. Δεν ήξερε πού πήγαινε, αυτό όμως δεν τον ένοιαζε καθόλου. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να ταξιδέψει κι ας ήταν οπουδήποτε!
Ένας ποντικός όχι και τόσο μεγάλος σε διαστάσεις, δε χρειάζεται να ψάξει και πολύ για να κρυφτεί κάπου. Έτσι ο Πελοπίδας βρήκε μια πολύ άνετη θέση στο αμπάρι του πλοίου. Και τι τύχη που είχε! Αυτό το αμπάρι ήταν ένας σωστός ποντικοπαράδεισος! Ήταν γεμάτο κιβώτια με τυριά, το ένα πάνω στο άλλο! Γραβιέρα, κασέρι, ανθότυρο κι ό,τι άλλο το στομάχι ενός καθώς πρέπει ποντικού μπορούσε να ζητήσει.
Ο Πελοπίδας παραλίγο να σκάσει από το πολύ φαγητό. Σε λίγο κοιμόταν μακάρια κι ο ήλιος που έμπαινε από το φινιστρίνι, έπαιζε πάνω στη φουσκωμένη κοιλιά του. Κοιμόταν λοιπόν ανενόχλητος ώσπου μια γλυκιά ποντικοφωνή τον ξύπνησε. Τεντώθηκε και σκουντουφλώντας, βγήκε από το αμπάρι. Ακολουθώντας τη φωνή, έφτασε στις κουζίνες του πλοίου κι εκεί έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο.
Στο λιγοστό φως της κουζίνας, μια άσπρη ποντικίνα χόρευε και τραγουδούσε όλο χάρη στους ήχους της μουσικής που έπαιζε η ορχήστρα στο σαλόνι του πλοίου. Ο Πελοπίδας δεν άργησε να την ακολουθήσει στο χορό κι όταν κάποτε σταμάτησαν για να ξεκουραστούν, της συστήθηκε και της διηγήθηκε την ιστορία του.
Η Μαρίνα, γιατί αυτό ήταν το όνομα της άσπρης ποντικίνας, του είπε κι αυτή τη δικιά της ιστορία. Ζούσε πάντα στην κουζίνα του πλοίου, αφού εκεί είχε γεννηθεί, όπως και οι γονείς της. Η ζωή της κυλούσε ήσυχα ή σχεδόν ήσυχα, όταν δεν την ενοχλούσε ο Κασόνας, ο χοντρός κι αντιπαθητικός γάτος του μάγειρα. Αυτός την είχε βάλει στο μάτι, όχι όμως για να τη φάει, όπως μπορεί να νομίζετε, αν και τα ποντίκια είναι λαχταριστός μεζές για τους γάτους.
Ο Κασόνας είχε εμπορικό μυαλό. Είχε προσέξει πόσο ωραία χόρευε και τραγουδούσε η Μαρίνα και σχεδίαζε να βγάλει πολλά λεφτά από το ταλέντο της. Φανταζόταν τον εαυτό του με ένα σπορ αμάξι, χαβανέζικο πουκάμισο και κατάμαυρα γυαλιά ηλίου, να γυρίζει όπου εμφανιζόταν ο κόσμος του κινηματογράφου. Από μικρός ήθελε να μπει στον κόσμο του θεάματος, η απαίσια εμφάνισή του όμως του γκρέμισε τα φιλόδοξά του σχέδια να γίνει ο ωραίος πρωταγωνιστής. Τώρα ήταν μια καλή ευκαιρία να αποκτήσει ό,τι ήθελε! Θα γινόταν επιχειρηματίας και η επιχείρησή του θα ήταν η ίδια η Μαρίνα. Είχε καταστρώσει μάλιστα ένα σχέδιο που θα έβαζε σε εφαρμογή, μόλις πήγαιναν όλοι για ύπνο.
Το σκοτάδι είχε πέσει κι η Μαρίνα κοιμόταν ήσυχη σε μια γωνιά της κουζίνας. Ο χοντρο-Κασόνας βρήκε την ευκαιρία, μπήκε στην κουζίνα και προτού η Μαρίνα καταλάβει τίποτα, την έπιασε και την έριξε σε ένα σάκο. Η ποντικίνα ξύπνησε στη στιγμή κατατρομαγμένη κι άρχισε να κουνιέται πέρα-δώθε. Φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε, η φωνή της πνιγόταν όμως μέσα στο σακί.
Εντελώς ξαφνικά το κούνημα σταμάτησε και η ποντικίνα αισθάνθηκε το σακί να ακουμπάει κάπου. Έμεινε έτσι μονάχη μέσα στο σκοτάδι, ενώ ο Κασόνας απομακρυνόταν σφυρίζοντας ικανοποιημένος. Πού να βρισκόταν αλήθεια ο Πελοπίδας; Αυτός ήταν η μοναδική της ελπίδα!
Στο κατάστρωμα του πλοίου, ο Πελοπίδας κοιμόταν κάτω από τ’ αστέρια κι ονειρευόταν τη Μαρίνα. Εκεί που κοιμόταν λοιπόν, ένιωσε μια βαριά πατούσα να τον σκουντάει. Ήταν ο Κασόνας που τρελός από τη χαρά του, τραγουδούσε παράφωνα κι ούτε έβλεπε πού πατούσε!
Θα γίνω μεγάλος και τρανός
με την άσπρη ποντικούλα.
Ο παράς θα πέσει σωρός
στη μεγάλη μου σακούλα.
Τραλαλά, τραλαλό,
τι πολύ που έχω μυαλό!
Ο Πελοπίδας κατάλαβε πως κάτι κακό είχε συμβεί και τρέχοντας τρομοκρατημένος, έψαξε να βρει τη Μαρίνα. Ώρα γύριζε στους ατέλειωτους διαδρόμους του πλοίου χωρίς να μπορεί να ανακαλύψει τα ίχνη της. Τελικά, έφτασε και στο αμπάρι όπου είχε φάει το νόστιμο τυρί. Και βέβαια δεν άργησε να ανακαλύψει πίσω από κάτι μεγάλα κασόνια, ένα δεμένο σάκο που δε θυμόταν να τον είχε δει εκεί το πρωί. Άσε που ο σάκος κουνιόταν από μόνος του! Δε χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ καθώς άκουσε τη φωνή της Μαρίνας μέσα από το σακί!
Ο Πελοπίδας, όπως ήταν αρκετά γυμνασμένος και δυνατός, άρχισε αμέσως να ροκανίζει με τα δόντια του τους χοντρούς κόμπους που είχε κάνει στο σχοινί ο Κασόνας. Μέσα σε λίγη ώρα, η Μαρίνα ήταν ελεύθερη. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και της ψιθύρισε στο αυτί τι θα έκαναν για να ξεφορτωθούν μια και καλή τον αντιπαθητικό γάτο.
Η Μαρίνα έφυγε τρέχοντας για την κουζίνα και σε λίγο γύρισε τσουλώντας σε όλο το διάδρομο μια βρεγμένη πλάκα σαπούνι. Ο Πελοπίδας έφυγε κι αυτός τρέχοντας και δεν πέρασε ώρα ώσπου να εμφανιστεί πάλι και να κρυφτεί δίπλα της.
Δε περίμεναν και πολύ! Από λίγο μακρύτερα, ερχόταν ο Κασόνας πατώντας ό,τι έβρισκε μπροστά του και φωνάζοντας.
-Πού είναι αυτό το παλιοπόντικο; Θα το πιάσω και θα το κάνω μια μπουκιά!
Φάνηκε από τη γωνιά και καθώς έτρεχε με φόρα, γλίστρησε στο σαπουνισμένο διάδρομο, πήρε μια θεαματική τούμπα κι ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε στη θάλασσα!
Τα ποντικάκια ξεπρόβαλαν από την κρυψώνα τους και γελώντας, παρακολουθούσαν τον κοιλαρά γάτο που προσπαθούσε να επιπλεύσει.
-Αν ξέρει κολύμπι, ίσως σταθεί τυχερός και βρει μετά από μέρες τη στεριά! είπε ο Πελοπίδας.
Δεν ήθελαν όμως το κακό του, γι’ αυτό του πέταξαν ένα σωσίβιο.
Τώρα, πώς τελειώνει η ιστορία μας; Έμαθα πως ο Κασόνας ακόμα κολυμπάει και ψάχνει για τη στεριά. Γι αυτό οι γάτες δε συμπαθούν το νερό φαίνεται!
Ευρυδίκη Αμανατίδου
deity.gr