«Κλείνω τα 40, αλλά κάποιες φορές νιώθω σαν να είμαι ακόμα 17 χρονών»
Πώς αντιμετωπίζει η Αμερικανίδα αρθρογράφος και μαμά Sonya Spillmann το γεγονός ότι μπαίνει στην πέμπτη δεκαετία της ζωής της.
Στεκόμουν μπροστά στο νεροχύτη κρατώντας ένα ωμό, ξεπουπουλιασμένο κοτόπουλο. Ο φούρνος είχε πιάσει τη θερμοκρασία των 180 βαθμών Κελσίου, ενώ μικροσκοπικές πατάτες, καθαρισμένα καρότα και κρεμμυδάκια περίμεναν αραδιασμένα στο ταψί, όταν εμφανίστηκε ο 17χρονος εαυτός μου και άρχισε να σουλατσάρει στην κουζίνα.
Με σκούντησε στον ώμο και προχώρησε αργά, αποφασιστικά, προς το τραπέζι. Έριξε μια γρήγορη ματιά στη στοίβα των παπουτσιών στο πάτωμα και μετά βούτηξε ένα αμύγδαλο από το μπολ, με δάχτυλα με κόκκινα βαμμένα νύχια, και το έριξε στο στόμα της, λέγοντας: «Μπορείς να το πιστέψεις ότι ξέρεις πώς να μαγειρεύεις αυτό το κοτόπουλο;».
Γέλασα. Γιατί όντως ξέρω πώς να μαγειρεύω αυτό το κοτόπουλο.
Στάθηκε όρθια, πάνω στις λεοπάρ γόβες της, και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, μάλλον για να διαβάσει ένα βιβλίο (στα γαλλικά), να ανανεώσει το κόκκινο κραγιόν της και να περιμένει το σύζυγό μου να γυρίσει από τη δουλειά.
Ο 17χρονος εαυτός μου λατρεύει να κάνει την εμφάνισή του σε κάτι τέτοιες στιγμές – ενώ δεν έχω κάνει ακόμα ντους και φοράω το πιο φθαρμένο μου παντελόνι, ενώ κάνω τις πιο ταπεινές δουλειές του σπιτιού. Χαμογέλασα, γιατί είναι φίλη μου, παρόλο που κάποιες φορές γίνεται αυθάδης.
Πρόσθεσα ελαιόλαδο στο κοτόπουλο και περισσότερο αλάτι από όσο θα περίμενε κανείς, γιατί έτσι το απολαμβάνουμε. Έφτιαξα ένα μείγμα μπαχαρικών από το μυαλό μου, χωρίς συνταγή, με μοναδικές μεζούρες τα μάτια και τα χέρια μου, το οποίο χρησιμοποίησα για να καρυκεύσω το κοτόπουλό μου.
Ο δεκαεπτάχρονος εαυτός μου καθόταν στον καναπέ μου και έβαφε τα νύχια της ενώ εγώ έβαζα το ταψί στο φούρνο. Δεν το είπα δυνατά, αλλά εκείνη με άκουσε: Όχι απλώς κρατάω στα χέρια μου ένα ωμό κοτόπουλο, αλλά ξέρω πώς ακριβώς να το καρυκεύσω και να το ψήσω, ώστε η οικογένειά μου να το απολαύσει τρώγοντάς το, ζητώντας μου και δεύτερο πιάτο.
Από το σαλόνι, κοίταξε ψηλά, απομάκρυνε μια τούφα μαλλιών από το μέτωπό της και χαμογελώντας, με ρώτησε: «Ποια είσαι;».
Έχω την υποψία ότι όσο μεγαλώνουμε, τόσο δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε την ηλικία μας. Νομίζω ότι ένα μέρος του εγκεφάλου μας, αντί να καλπάζει στο συνεχές του χωροχρόνου, μένει ακίνητο σε ένα σημείο, ενώ τα υπόλοιπα κομμάτια του εαυτού μας, το σώμα και η ψυχή μας, συνεχίζουν τη ζωή τους.
Για μένα, είμαι ακόμα 17 ετών.
Δεν πιστεύω αληθινά ότι είμαι η νεαρή γυναίκα με εκείνα τα σπυράκια, εκείνο το σώμα, εκείνο το γέλιο. Δεν θεωρώ ότι το οικογενειακό βανάκι μας είναι το παλιό αυτοκίνητο του μπαμπά μου, που του είχα αγοράσει με τα 1.700 (ή μήπως ήταν 1.200;) δολάρια σε μετρητά που είχα μαζέψει από το μπέιμπι σίτινγκ και άλλες εργασίες μερικής απασχόλησης.
Το ξέρω ότι πλέον έχω παιδιά και χλοοκοπτικό και ότι είμαι εγώ που φτιάχνω τηγανίτες τα πρωινά του Σαββάτου – παρόλο που το αγόρι που είχα τότε έγινε ο σύζυγός μου.
Στα δεκαεπτά μου ήμουν γεμάτη από ιδέες και προοπτικές και ενέργεια και ευθύνες αντίστοιχες με την ηλικία μου (όχι πάρα πολλές, όχι πολύ λίγες). Ήμουν αισιόδοξη, χαρούμενη και ένιωθα ότι ο κόσμος έκρυβε άπειρες δυνατότητες. Δεν ήμουν μια αφελής δεκαεπτάχρονη: το ήξερα ότι κάποιοι πληγώνονται και υποφέρουν εκεί έξω, αλλά θεωρώντας ότι αυτό συμβαίνει στους άλλους.
Όταν ήμουν 17 σκεφτόμουν να πάω να ζήσω στην Αφρική και πίστευα ότι μια μέρα θα είχα άλογο και, ίσως, μια βάρκα. Ήθελα να δω τον κόσμο και να απολαύσω τον πλούτο του. Στα δεκαεπτά μου δεν χρειαζόταν να σκέπτομαι πρακτικά, και πολλοί δρόμοι άνοιγαν μπροστά μου. Τότε, μπροστά στην προοπτική να επισκεφτώ τα μεσάνυχτα μια παρέα φίλων και να κοιμηθούμε όλοι μαζί, απαντούσα με ενθουσιασμό «Ναι!». Τα δεκαεπτά ήταν διασκεδαστικά.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, ποτέ δεν έκρυψα τη βιολογική ηλικία μου. Είμαι εγώ που σηκώνω αδιάφορα τους ώμους μου όταν σκέφτομαι το πέρασμα του χρόνου. Μη με ρωτάτε γιατί – ίσως επειδή δεν άκουσα ποτέ τη μητέρα μου να παραπονιέται που γερνούσε, ίσως επειδή τα ανασηκωμένα ζυγωματικά μου με έκαναν πάντα να δείχνω νεότερη από όσο είμαι.
Ίσως γιατί ένιωθα κάπως σαν μια προσωπική μου επιτυχία να παραδεχτώ με αυτοπεποίθηση ότι «είμαι 28» ή «είμαι 35» ή (αυτό που θα λέω από αυτόν το μήνα) «είμαι 40» και να αισθάνομαι ότι η ηλικία μου επιτέλους ανταποκρίνεται στο βάρος της γνώσης που κατέκτησα μόλις έκλεισα τα 18: ότι η ζωή μπορεί να σε πληγώσει στα τρίσβαθα της ψυχής σου.
Αλλά ακόμα και σήμερα, ο όγκος των ευθυνών που κουβαλάω μου φαίνεται δυσβάστακτος. Δεν μπορώ να είμαι υπεύθυνη για όλα αυτά: ένα σπίτι, μια οικογένεια, ένα δείπνο (που μαγειρεύω εγώ!) για ανθρώπους που γέννησα η ίδια. Αισθάνομαι ότι θα έπρεπε να έχω τις ευθύνες… μιας 17χρονης.
Ο 17χρονος εαυτός μου άρχισε να κάνει την εμφάνισή του όταν ο μισθός μου άρχισε να προστίθεται κάθε δύο εβδομάδες στο λογαριασμό μας στην τράπεζα. Τώρα εμφανίζεται για να με κοιτάξει υποτιμητικά αλλά και να με κεράσει ένα φλιτζάνι τσάι όταν, τα βράδια της Πέμπτης, σέρνομαι στο κρεβάτι να διαβάσω ένα βιβλίο μόλις στις 8.45 το βράδυ.
Κάθεται δίπλα μου στο οικογενειακό βαν, μασώντας την τσίχλα της, με μια ψηλή αλογοουρά και ένα χαριτωμένο πουλόβερ, με εκείνο το σώμα που είχα πριν από τις εγκυμοσύνες μου, και μου λέει: «Το ξέρεις ότι αυτό το βαν είναι δικό σου, έτσι; Και ότι αυτά είναι τα παιδιά σου». Κι εγώ παίρνω μια βαθιά ανάσα και γνέφω σιωπηλή – χωρίς να μπορώ να αποφασίσω αν η σιωπή μου υποδηλώνει σοκ ή αποδοχή.
Πριν από πέντε χρόνια, τηλεφώνησα στο σχολείο της κόρης μου και άφησα ένα μήνυμα, επιμένοντας να μιλήσω στη διευθύντρια. Όταν εκείνη ανταποκρίθηκε άμεσα, τηλεφωνώντας μου, της εξέθεσα με σαφήνεια την ανησυχία μου ενώ ο δεκαεπτάχρονος εαυτός μου καθόταν δίπλα μου σε μια καρέκλα, κρατώντας μου το χέρι. Προς το τέλος της συνομιλίας, στάθηκε όρθιος, έκανε ένα βήμα πίσω και κράτησε μια ανοιχτή πινακίδα που έγραφε με ζωηρόχρωμα γράμματα: «Μιλάς στο τηλέφωνο με τη σχολική διευθύντρια του παιδιού σου! Είσαι επίσημα ο ενήλικας που κάνει κουμάντο!».
Με είχε στηρίξει και πριν από λίγα χρόνια, όταν αμφέβαλλα για μια απόφαση που είχαμε πάρει ως γονείς. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά ενώ τηλεφωνούσα, αλλά ήξερα ότι έπρεπε να αντιμετωπίσω μια κατάσταση. Καθώς άρχισα να μιλάω, μπήκε στη μέση ο 17χρονος εαυτός μου, με τη στολή της μαζορέτας, φωνάζοντας: «Μπορείς να το κάνεις! Είσαι ενήλικας!». Με βοήθησε να νιώσω ήρεμη και γεμάτη αυτοπεποίθηση, και να πω στο τηλέφωνο: «…αυτά είναι τα παιδιά μου, είναι δική μου ευθύνη…».
Γίνομαι 40 αυτόν το μήνα και ναι, το ξέρω: αυτή είναι η ζωή μου στην πραγματικότητα. Έχω κυοφορήσει και μεγαλώσει τρία παιδιά, έχω βάλει την υπογραφή μου 4 εκατομμύρια φορές στα χαρτιά του στεγαστικού μας δάνειου και χαίρομαι περισσότερο από όσο θα μπορούσα να φανταστώ στο παρελθόν για το νέο μας πλυντήριο και στεγνωτήριο.
Ναι, είμαι η μητέρα, η ερωμένη, η σύζυγος, η νοσηλεύτρια, η συγγραφέας, η αναγνώστρια, η γυναίκα με περισσότερα ενδιαφέροντα από όσα θα μπορούσα να αντέξω. Φιλάω αόρατες πληγές, κάνω τον ντιτζέι σε πάρτι, υπογράφω εξουσιοδοτήσεις για το σχολείο. Κάνω αποταμίευση, ξοδεύω, μαγειρεύω και οδηγώ και ξέρω ότι είναι προνόμιο να μπορώ να είμαι σε θέση να κάνω όλα αυτά τα πράγματα και πολλά ακόμα.
Καθώς μπαίνω σε μια νέα δεκαετία, προσκαλώ τον 17χρονο εαυτό μου να έρθει και να καθίσει δίπλα μου, να κοιτάξει τη ζωή μου (μας). Και ελπίζω ότι αντί να σοκαριστεί, θα με χτυπήσει φιλικά στον ώμο και θα χαμογελάσει, γιατί επιτέλους θα το καταλάβει:
Αυτή είναι η ζωή μου, και νιώθω ευγνωμοσύνη.