«Το μόνο που πιάνει είναι η φοβέρα με τον γύφτο» άκουσες να λέει μαμά στην παραλία και έπαθες σοκ
Κι ύστερα αναρωτιόμαστε για το πώς αποκτούν φοβίες τα παιδιά ή στερεότυπα…
Ξέρετε τώρα πώς είναι στις παραλίες, ειδικά σε μέρες με πολλή ζέστη, με τις ξαπλώστρες να είναι η μία ακριβώς δίπλα στην άλλη… θες δε θες ακούς τους διπλανούς – ειδικά αν έχουν το συνήθειο να μιλάνε φωναχτά. Κάπως έτσι, χωρίς να το θέλω αφέθηκα να ακούω τις συζητήσεις μιας παρέας στις απέναντι ξαπλώστρες, όπου μία νεαρή μαμά που κρατούσε στην αγκαλιά το σχεδόν δίχρονο μωρό της, εξιστορούσε «μικροαταξίες» και καθημερινές συμπεριφορές του μικρού, σε τόνο μισοαστείο μισοσοβαρό για να καταλήξει στον εξής επίλογο: «το μόνο που πιάνει και κάθεται ήσυχο είναι όταν ακούει πως θα ‘ρθει ο γύφτος».
Κάτι τέτοιες φράσεις πραγματικά με αποσυντονίζουν. Δεν νευριάζω, γιατί δεν έχω το δικαίωμα… αλλά ειλικρινά εκπλήσσομαι με την ευκολία που στις μέρες μας μια σύγχρονη μαμά κομπάζει και νιώθει περήφανη για τον απαράδεκτο τρόπο που χρησιμοποιεί για να «συνετίσει» τον μικρό γιο της. Θα μου πείτε εντάξει δεν έφαγε και ξύλο… Μια απειλή πού και πού πόσο καταστροφική μπορεί να είναι για τον ψυχισμό ενός παιδιού;
Ως γονείς προσπαθούμε να μεγαλώσουμε το παιδί μας σε ένα όσο γίνεται πιο ασφαλές περιβάλλον. Θέλουμε να το κάνουμε να νιώθει σιγουριά, να μην έχει φοβίες και να μην έχει ανασφάλειες. Προσπαθούμε να του μάθουμε/δείξουμε/εξηγήσουμε τον κόσμο ώστε αυτά που ενδεχομένως να μοιάζουν στα μάτια του τρομαχτικά να πάψουν να του δημιουργούν φόβο, όπως για παράδειγμα το σκοτάδι ή τα έντομα. Είναι σημαντικό να προσπαθούμε να μην του περάσουμε δικές μας φοβίες, όπως για παράδειγμα αν εμείς «φοβόμαστε» τους σκύλους να προσέξουμε να μην του μεταδώσουμε τη φοβία μας, αλλά αντίθετα για χάρη του παιδιού να κάνουμε μια προσπάθεια να ξεπεράσουμε τη δική μας.
Οι περισσότερες φοβίες δημιουργούνται «κατά λάθος» και ασυναίσθητα και σε μικρή ηλικία. Αν εμείς φοβόμαστε κάτι, ίσως πολλές φορές να μην είμαστε σε θέση να μπορούμε να προσδιορίσουμε χρονικά πώς και πότε ξεκίνησε αυτή η φοβία, γιατί απλούστατα μπορεί να αναπτύχθηκε όταν ήμασταν μωρά.
Στο παραπάνω παράδειγμα ωστόσο έχουμε τη δημιουργία μιας φοβίας στο παιδί που χρησιμοποιείται ως μέσο για να πειθαρχήσει/συνετιστεί/αλλάξει το παιδί μια συμπεριφορά του – τίποτα καλό ή θετικό ωστόσο δεν μπορεί να προκύψει με μακροχρόνιο αποτέλεσμα αν έχουμε χρησιμοποιήσει λανθασμένη έως επικίνδυνη μέθοδο. Οι απειλές, οι φοβέρες, τα ανταλλάγματα, δεν οικοδομούν μια υγιή σχέση ανάμεσα στον γονιό και το παιδί και δεν είναι ο τρόπος για να μάθουμε σε ένα παιδί πώς πρέπει να συμπεριφέρεται. Στην παραπάνω περίπτωση μαθαίνουμε στο παιδί ότι δεν μπορεί να νιώθει ασφάλεια ποτέ και πουθενά, ούτε καν στο ίδιο του το σπίτι και μάλιστα ενώ οι γονείς είναι αυτοί που πρέπει να το προστατεύουν και να το κάνουν να νιώθει ασφάλεια, θα εγκρίνουν και θα επιτρέψουν αυτή την «απειλή» στη ζωή του.
Ταυτόχρονα, μαθαίνουν στο παιδί να φοβάται συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, δημιουργώντας από μικρή ηλικία συναισθήματα δυσφορίας και μη αποδοχής προς κάτι το διαφορετικό – που αργότερα μπορεί να φτάσει και στο μίσος προς οτιδήποτε διαφορετικό.
Τέλος του μαθαίνουμε ότι η αγάπη μας έχει όρους και προϋποθέσεις – ενδεχομένως και το αίσθημα της ασφάλειάς του – κι ότι θα πρέπει να είναι και να φέρεται όπως εμείς θέλουμε προκειμένου να το αγαπάμε…
Όταν αβίαστα και με φυσικότητα ξεστομίζουμε τέτοιες φράσεις, ίσως γιατί κι εμείς τις ακούσαμε μικρά κι εντάξει δεν πάθαμε και τίποτα… συνεχίζουμε άθελά μας έναν φαύλο κύκλο και διαιωνίζουμε συμπεριφορές που θα θέλαμε κάποια στιγμή να τις δούμε να εκλείπουν. Ίσως να μην έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε τον κόσμο, ή να φτιάξουμε έναν πραγματικά ασφαλή κόσμο για τα παιδιά μας, έχουμε ωστόσο τη δυνατότητα–όσο γίνεται– να τα μεγαλώσουμε έτσι ώστε να νιώθουν στο σπίτι και στην οικογένειά τους ασφαλή.