Για τις μητέρες που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους κουβαλώντας μόνο το μωρό τους
«Το μεγαλύτερο ίσως μάθημα είναι ότι παρά τις τεράστιες διαφορές μας, ίσως τελικά να μην είμαστε τόσο διαφορετικές»: ένα συγκινητικό κείμενο για τις οικογένειες μεταναστών, από την Αμερικανίδα αρθρογράφο Jessica Jones.
Ανοίγω την πόρτα για να αφήσω την Anna και τον Theo να βγουν να παίξουν για λίγο έξω, με την ελπίδα να μην παρατηρήσουν το ψυχρό αεράκι. Αντιστέκονται, όπως θα έκαναν τα περισσότερα δίχρονα και τετράχρονα, αλλά δεν τους αφήνω άλλη επιλογή. Έχουμε κλειστεί εδώ και καιρό μέσα στο σπίτι.
Και τότε τη βλέπω.
Η Daya στέκεται στο γρασίδι μπροστά στην είσοδο του σπιτιού της, με την πόρτα της ορθάνοιχτη. Τα παιδιά της έχουν μεγαλώσει πλέον, αλλά βρίσκεται ακόμα εκεί, χαζεύοντας τα αγοράκια που κλωτσάνε μια φθαρμένη μπάλα ακριβώς μπροστά στις εισόδους των σπιτιών μας. Την ακούω να τους φωνάζει κάτι στη νεπαλική γλώσσα, τη μητρική της. Φαίνεται να την καταλαβαίνουν, καθώς πηγαίνουν προς το μέρος της. Και τότε τους γυρίζει την πλάτη της και μπαίνει στο σπίτι, αφήνοντάς τα να περιμένουν στο κατώφλι της.
Αμέσως μετά επιστρέφει με μια αγκαλιά μπλούζες και σκουφάκια και γάντια. Για τα παιδιά που δεν είναι δικά της. Τότε συνειδητοποιώ ότι κάποια από αυτά τα παιδιά είναι με σαγιονάρες, ενώ δύο από τα τρία φορούν κοντομάνικα μπλουζάκια χωρίς τίποτα να προστατεύει τα γυμνά χέρια τους. Νιώθω ένα ρίγος να διαπερνάει τη ραχοκοκαλιά μου καθώς σκέφτομαι πόσο θα πρέπει να κρυώνουν. Αναρωτιέμαι αν ήταν δική τους επιλογή να βγουν έξω χωρίς το κατάλληλο ντύσιμο ή αν δεν είχαν άλλη επιλογή στο σπίτι τους. Αλλά εκείνη δεν φαίνεται να την απασχολεί αυτό. Τη βλέπω να ντύνει κάθε ένα αγόρι, μέχρι να βεβαιωθεί ότι είναι προστατευμένα από το κρύο για να συνεχίσουν το παιχνίδι τους. Τα φροντίζει και τα νοιάζεται σαν να είναι δικά της. Η αγάπη μιας μητέρας δεν περιορίζεται στα δικά της παιδιά.
Μου μαθαίνει να κάνω το ίδιο.
Ενώ βγαίνουμε βόλτα με το καροτσάκι στην περιοχή, συναντάμε για πρώτη φορά τη Hadya. Στέκεται στο κατώφλι της όταν της συστηνόμαστε και την καλωσορίζουμε στη γειτονιά. Με σπαστά αγγλικά μας λέει ότι μετακόμισε εδώ πρόσφατα από τη Συρία. Νιώθω την καρδιά μου να βουλιάζει καθώς συνειδητοποιώ το τι πέρασε για να φέρει εδώ την οικογένειά της με ασφάλεια.
Μας προσκαλεί στο σπίτι της. Μπαίνουμε μέσα και επιμένει να μας προσφέρει το καλύτερο κάθισμα, τον καφέ δερμάτινο καναπέ. Τα τέσσερα μικρά παιδιά της πηγαινοέρχονται στο δωμάτιο, με τα χαχανητά τους να μου λένε ότι δεν έχουν συνηθίσει να υποδέχονται αγνώστους στο σπίτι, αλλά τα χαμόγελά τους είναι γλυκά και φιλόξενα. Ήδη με σκλαβώνει η γενναιόδωρη φιλοξενία της, παρόλο που δεν έχουμε ανταλλάξει λέξη από τότε που περάσαμε το κατώφλι της. Καθόμαστε όλοι σιωπηλοί για ό,τι φαίνεται να διαρκεί μια αιωνιότητα, μέχρι που εκείνη προτείνει: «Τσάι;». Νεύουμε το κεφάλι και ευχαριστούμε το Θεό που ένας αντιπερισπασμός αντικαθιστά την αμηχανία.
Καθώς πηγαίνει στην κουζίνα, ο Theo την ακολουθεί. Πηγαίνω κι εγώ, να βεβαιωθώ ότι η περιέργειά του δεν θα τη βάλει σε μπελάδες.
Και τότε τη βλέπω.
Η Hadya παίρνει το αγοράκι μου στην αγκαλιά της. Βγάζει ένα ζαχαρωτό από το ντουλάπι και του το δίνει, μαζί με ένα φιλί στο μάγουλο προτού τον αφήσει πάλι κάτω. Εκείνος βγαίνει τρέχοντας από την κουζίνα κι εγώ χαμογελώ ενώ σκέφτομαι ότι αν και αυτή η γυναίκα μας γνώρισε πριν από μόλις 30 λεπτά, έχει ήδη αγαπήσει τα παιδιά μας. Εκείνη μιλάει αραβικά κι εμείς αγγλικά, αλλά αυτό δεν φαίνεται να την απασχολεί. Η αγάπη υπερβαίνει τους πολιτισμούς. Σπάει το γλωσσικό φράγμα.
Μου μαθαίνει να κάνω το ίδιο.
Είναι τα γενέθλια του γιου της Sumita. Από χτες το πρωί έχει κλειστεί στην κουζίνα για να ετοιμάσει το τέλειο νεπαλικό γεύμα για τον αγαπημένο της γιο που κλείνει τα δέκα, τους φίλους και τους συγγενείς τους. Την ώρα που η Anna και ο Theo παίζουν στο πάτωμα, στα πόδια μας, ακούμε την πόρτα να χτυπάει.
«Ελάτε στα γενέθλιά μου!» μας ζητάει ο γιος της Sumita, ο Abhay.
«Φυσικά και θα έρθουμε» απαντάμε. Γελάμε από μέσα μας ξέροντας πως ό,τι κι αν είχαμε κανονίσει πρέπει να ακυρωθεί, γιατί στη γειτονιά μας μια σπιτική πρόσκληση έχει πάντα την απόλυτη προτεραιότητα.
Ντυνόμαστε και πηγαίνουμε στο διπλανό σπίτι. Μας υποδέχεται ο εορτάζων και μας οδηγεί στο σαλόνι. Στεκόμαστε αμήχανοι μόνο για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να έρθει ο σύζυγος της Sumita και να επιμείνει να καθίσουμε. Διώχνει τα δύο παιδιά από τον καναπέ, για να μας εξασφαλίσει το καλύτερο κάθισμα στο σπίτι.
Και τότε τη βλέπω.
Η Sumita βγαίνει από την κουζίνα, καταϊδρωμένη. Μας υποδέχεται με το όμορφο χαμόγελό της και με τα καλύτερα αγγλικά της μας λέει: «Σας ευχαριστώ που ήρθατε!».
Είναι τιμή μας. Προερχόμαστε από δύο πολύ διαφορετικούς κόσμους. Παρόλο που τα σπίτια μας χωρίζει μια μεσοτοιχία, θα μπορούσαμε άνετα να είμαστε εντελώς ξένοι. Ξέρουμε ελάχιστα ο ένας για τον άλλο, ωστόσο εκείνη μας αντιμετωπίζει όπως την οικογένειά της, ίσως και ακόμα καλύτερα. Αγκαλιάζει τις διαφορές μας, μας ανοίγει το σπίτι της και μας αγαπάει σαν να είμαστε δικοί της άνθρωποι.
Μου μαθαίνει να κάνω το ίδιο.
Καθημερινά με σκλαβώνουν αυτές οι γυναίκες, αυτές οι μητέρες. Ήρθαν στην Αμερική χωρίς τίποτα πέρα από τα ρούχα που κουβαλούσαν στην πλάτη τους και τα μωρά τους στην αγκαλιά τους. Εμείς μετακομίσαμε στη γειτονιά με μεγάλη αφέλεια. Νομίζαμε ότι θα ήμασταν αυτοί που θα φροντίζαμε, θα διδάσκαμε, θα προσφέραμε, θα φιλοξενούσαμε. Αυτοί που θα άλλαζαν τον κόσμο. Αντιθέτως, εκείνες αλλάζουν τον κόσμο μου. Με ελάχιστες λέξεις μου έχουν μάθει πολλά. Το μεγαλύτερο ίσως μάθημα είναι ότι παρά τις τεράστιες διαφορές μας, ίσως τελικά να μην είμαστε τόσο διαφορετικές. Είμαστε όλες μητέρες που αγαπάμε τα παιδιά μας, τα παιδιά των φίλων μας, την κοινότητά μας, που κάνουμε αυτό τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος.
Νιώθω ευγνωμοσύνη που τις γνώρισα.
Photo: Michele Asselin για το TIME