Όταν η κόρη μας γίνεται 13 ετών
«Είναι ταυτόχρονα τυφώνας και ήρεμη δύναμη, σπέρνοντας τη χαρά και την καταστροφή όπου πηγαίνει»: Αυτό το κείμενο από το ιστολόγιο Her View From Home αποτυπώνει συγκινητικά τα αντιφατικά συναισθήματα που προκαλεί στη μαμά και το παιδί η επικείμενη εφηβεία.
Κάποιες φορές μου κόβει την ανάσα η όμορφη κόρη μου. Με το ένα πόδι πατά ακόμα στην παιδική ηλικία, με το άλλο είναι έτοιμη να κάνει ένα άλμα και να πετάξει στον κόσμο.
Ενώ τα προηγούμενα 12 χρόνια πέρασαν σαν αστραπή, η κόρη μου γέμισε τη μνήμη μου με άπειρη χαρά και μεγάλωσε την καρδιά μου περισσότερο από όσο θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.
Εκατομμύρια φορές βρέθηκε στο κατώφλι μου φωνάζοντας «μαμά!» με όλη τη δύναμη που είχαν τα πνευμόνια της και αναζητώντας μια αγκαλιά μετά από μια μεγάλη μέρα στο σχολείο. Περισσότερες φορές από όσες θα μπορούσα να μετρήσω χώθηκε στο κρεβάτι μου για αγκαλιές προτού ξημερώσει ή έκλεψε τα τακούνια μου για να χορέψει στο δωμάτιό της. Μας διασκέδασε με τις μοναδικές χορογραφίες της και μας δίδαξε ότι το να προσφέρεις συμπόνοια ακόμα και όταν ο άλλος την αξίζει λιγότερο από ποτέ μπορεί να αλλάξει καρδιές και μυαλά.
Και παρόλο που απόλαυσα σχεδόν κάθε δευτερόλεπτο, τα χρόνια πέρασαν τόσο μα τόσο γρήγορα, που νιώθω ότι τη χάνω από κοντά μου.
Γιατί η γλυκιά μου κόρη και εγώ στεκόμαστε μπροστά στο κατώφλι των δεκατριών χρόνων.
Δεν θα πω ψέματα. Έχω ήδη παρατηρήσει μικρές αλλαγές να συμβαίνουν. Μου κρατάει λιγότερο το χέρι και περνάει περισσότερο χρόνο με τους φίλους της. Από τη στιγμή που μπαίνει στο δωμάτιό της κλείνει την πόρτα και συχνά όταν της ζητάω να το καθαρίσει ή να βγάλει βόλτα το σκύλο ή να τελειώσει τα μαθήματά της ανταποκρίνεται βαρυγκομώντας επιδεικτικά. Δεν μπορεί πια να μου κλέψει τα παπούτσια γιατί τα πέλματά της είναι μεγαλύτερα από τα δικά μου και κάθε φορά που προσπαθώ να την παρακινήσω να χορέψει μαζί μου δυσανασχετεί – παρόλο που αν επιμείνω αρκετά και με την κατάλληλη μουσική, τελικά ενδίδει.
Αλλά τα 13 χρόνια έχουν και τη θετική τους πλευρά. Είναι καλή και τρυφερή όταν αναλαμβάνει να φυλάξει τα παιδιά των γειτόνων μας, κυνηγώντας ξυπόλυτα νήπια στο γρασίδι και δίνοντάς τους φιλάκια σαν επαγγελματίας νταντά. Στο πρόσωπό της μπορώ ήδη να δω τη μητέρα στην οποία ίσως εξελιχθεί κάποια μέρα. Προσπαθεί σκληρά για το σχολείο και τις προπονήσεις και τις φιλίες της και αναγνωρίζω τις απεριόριστες προοπτικές της.
Χρησιμοποιεί τις δωροεπιταγές της στα Στάρμπακς για να με κεράσει έναν λάτε και με βοηθάει να φτιάξω τα μαλλιά μου, και βλέπω το μέλλον μας γεμάτο με βόλτες στα μαγαζιά και συζητήσεις σε καφετέριες. Και ξαφνιάζομαι από το πάθος της να αντιμετωπίζει τις αδικίες στον κόσμο και από την επιθυμία της να βοηθήσει τους άλλους και από το κατσάδιασμα που μου επιφυλάσσει για τα πλαστικά καλαμάκια που χρησιμοποιώ όταν πίνω το παγωμένο τσάι μου γιατί, μαμά, δεν θυμάσαι εκείνο το ντοκιμαντέρ που είχαμε δει για τις θαλάσσιες χελώνες; Και ξέρω ότι θα αλλάξει αυτό τον κόσμο προς το καλύτερο.
Κάποιες φορές δεν αναγνωρίζω αυτή τη γυναίκα-κορίτσι που στέκεται μπροστά μου, σχεδόν 13 ετών, με τα ψηλόλιγνα χέρια και τα τέλεια χτενισμένα μαλλιά και τα ατελείωτα πόδια. Κάποιες φορές το μόνο που βλέπω είναι ένα στρουμπουλό μωρό τυλιγμένο σε ροζ κουβερτούλα, ένα τρίχρονο με αλογοουρά και ένα λούτρινο κουκλάκι μονίμως στην αγκαλιά του, ένα οκτάχρονο που προσπαθεί να σώσει τις αραχνούλες από την πτώση, ένα μικρό κορίτσι που μεταμορφώνεται σε γυναίκα ακριβώς μπροστά στα μάτια μου.
Είναι παράξενοι καιροί και για τις δυο μας. Στο σπίτι μας η κόρη μου είναι ταυτόχρονα τυφώνας και ήρεμη δύναμη, σπέρνοντας τη χαρά και την καταστροφή όπου πηγαίνει. Τη μια στιγμή την κυριεύει το συναίσθημα, την επόμενη είναι η φωνή της λογικής. Λαχταρά να είναι ανεξάρτητη και να έχει τον έλεγχο, ταυτόχρονα όμως συνεχίζει να διεκδικεί την προσοχή μου. Κλαίει, κλαίει συχνά, από απελπισία και θυμό και θλίψη και μοναξιά. Και στις πιο σκοτεινές στιγμές της, έρχεται σε εμένα, το ασφαλές της καταφύγιο.
Και όταν νιώθω ότι η καρδιά μου πάει να σπάσει από τη σκέψη του τι έχουμε αφήσει πίσω, ακούω το γέλιο της να αντηχεί στο σπίτι και κοιτάω βαθιά μέσα στα ίδια μπλε-γκρίζα μάτια που κοιτούσα για ώρες πριν από σχεδόν δεκατρία χρόνια στο μικρό δωμάτιο ενός μαιευτηρίου.
Τότε, ενώ με ξαφνιάζει η σκέψη ότι αυτό είναι το ίδιο πλάσμα που κάποτε κοιμόταν κουρνιασμένο στα χέρια μου, η καρδιά μου επιστρέφει στη θέση της καθώς βλέπω την κόρη που στέκεται τώρα μπροστά μου.
Γιατί στέκεται μπροστά στο κατώφλι των δεκατριών χρόνων. Και ανυπομονώ να δω τι θα έρθει μετά.