Πότε πρέπει να παρέμβουμε σε έναν καβγά των παιδιών μας στην παιδική χαρά
Να προσπαθήσουμε να ηρεμήσουμε τα πνεύματα ή να αφήσουμε τα παιδιά μας να διαχειριστούν την κατάσταση;
Η ενστικτώδης αντίδρασή μας όταν βλέπουμε το παιδί μας να τσακώνεται με κάποιο άλλο στην παιδική χαρά είναι να σπεύδουμε να τα χωρίσουμε, είναι όμως και η πιο σωστή αντίδραση; Σε ποιες περιπτώσεις είναι καλύτερο να το αφήσουμε να τα «ξαναβρεί» μόνο του με το άλλο παιδάκι, χωρίς να μπούμε στη μέση;
«Οι γονείς, ή οποιοσδήποτε ενήλικας, πρέπει πάντα να παρεμβαίνουν αν συμβαίνει ένα περιστατικό bullying», διευκρινίζει η Holly Schiffrin, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μαίρη Ουάσινγκτον και μια από τους συγγραφείς του βιβλίου «Balancing the Big Stuff: Finding Happiness in Work, Family, and Life» («Εξισορροπώντας τα σημαντικά πράγματα: Βρίσκοντας την ευτυχία στην εργασία, την οικογένεια και τη ζωή»). Η ίδια προσθέτει: «Bullying σημαίνει επαναλαμβανόμενες πράξεις με σκοπό να βλάψουν ένα παιδί, ιδιαίτερα αν υπάρχει διαφορά στη δύναμη – ο νταής είναι μεγαλύτερος σε ηλικία ή πιο μεγαλόσωμος».
Απαραίτητη είναι η παρέμβαση των «μεγάλων» αν, επιπλέον, κινδυνεύει η σωματική ακεραιότητα ενός παιδιού. Σε άλλες περιπτώσεις, ωστόσο, αφήνοντας το παιδί μας να τα βγάλει πέρα με έναν καβγά, το αφήνουμε να αναπτύξει κοινωνικές δεξιότητες που θα του φανούν πολύτιμες στο μέλλον.
«Όταν αρχίζει ένα καβγάς οι γονείς πρέπει αρχικά να τον παρακολουθήσουν και να δουν αν τα παιδιά καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση μόνα τους», εξηγεί η Schifrin. «Και η “λύση” δεν είναι βέβαια να κάνει πάντα κουμάντο το μεγαλύτερο ή πιο μεγαλόσωμο παιδί επειδή ακριβώς είναι μεγαλύτερο. Από τέτοιες εμπειρίες τα παιδιά διδάσκονται κοινωνικές δεξιότητες σημαντικές για να αλληλεπιδρούν με τους άλλους και να επιλύουν τα προβλήματά τους».
Αν όμως η ένταση ενός καβγά φαίνεται να δυναμώνει αντί να οδηγεί προς τη λύση του, επίσης είναι καλό να παρέμβουν οι γονείς. Τότε, κάθε γονιός πρέπει να ζητήσει από το δικό του παιδί να του περιγράψει την κατάσταση, σύμφωνα με την ψυχολόγο, και μετά να το ρωτήσει πώς πιστεύει ότι θα λυθεί το πρόβλημα και τι διαφορετικό μπορεί να γίνει για να μη νιώσει κανένας αδικημένος και να αποφευχθεί η σύγκρουση. Όπως διευκρινίζει η ειδικός, αυτό δεν σημαίνει ότι θα λύσουμε εμείς το πρόβλημα των παιδιών μας, απλώς θα τα καθοδηγήσουμε έτσι ώστε να το συζητήσουν με πιο ώριμο τρόπο.
«Η στενή παρέμβαση των γονιών υπονομεύει τις ικανότητες των παιδιών τους με δύο τρόπους. Πρώτον, με αυτό τον τρόπο οι γονείς στέλνουν άθελά τους το μήνυμα στα παιδιά πως δεν πιστεύουν ότι μπορούν να λύσουν μόνα τους τα προβλήματά τους. Δεύτερον, έτσι οι γονείς δεν τους δίνουν την ευκαιρία στα παιδιά να αναπτύξουν δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων και να τις τελειοποιήσουν».