Μιλάμε στα παιδιά για τον καρκίνο;
από την Άννα Τσιφλίγκου, απόφοιτη του τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Τα σημαντικότερα…
από την Άννα Τσιφλίγκου, απόφοιτη του τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Τα σημαντικότερα πρόσωπα στη ζωή ενός παιδιού είναι οι γονείς του. Το παιδί έχει ανάγκη την σταθερή παρουσία και των δυο αυτών προσώπων. Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις που ο ένας από τους δυο γονείς έρχεται αντιμέτωπος με σοβαρές ασθένειες που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή του, όπως ο καρκίνος; Το δίλημμα που τίθεται σε αυτές τις περιπτώσεις και έχει προβληματίσει βαθιά την επιστημονική κοινότητα, είναι αν μπορούμε και είναι ωφέλιμο για τα παιδιά μας, να τους μιλήσουμε για την ασθένεια από την οποία μπορεί να πάσχει ο ένας από τους δυο γονείς.
Μια μερίδα ψυχολόγων, ψυχιάτρων και ερευνητών υποστηρίζουν πως ίσως αποβεί ιδιαίτερο τραυματικό για το παιδί να έρθει σε επαφή με τόσο δυσάρεστες πληροφορίες όσο είναι αυτές που αφορούν τον καρκίνο. Από την άλλη πλευρά, ολοένα και περισσότεροι επιστήμονες τάσσονται υπέρ της άποψης ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το ίδιο το παιδί να γνωρίζει αυτό που περνά η μητέρα ή ο πατέρας του, το τι πρόκειται ή είναι πιθανό να συμβεί στο μέλλον καθώς και το πως αυτό θα το επηρεάσει. Αυτό που είναι θεμελιώδες σε αυτή την άποψη είναι ο τρόπος με τον οποίο θα μιλήσουμε στο παιδί μας και γι’ αυτό το λόγο έχουμε πάντοτε ως γνώμονα την ηλικία του και την ψυχονοητική του ανάπτυξη.
Η πρώτη άποψη μας είναι αρκετά γνωστή και συνήθως αποτελεί την πρώτη επιλογή των γονιών, οι οποίοι προσπαθούν όσο περνάει από το χέρι τους να μην πουν ή δείξουν κάτι σχετικό με την ασθένειά τους, που θα στενοχωρήσει – πόσο μάλλον θα τραυματίσει ψυχολογικά- τα παιδιά τους. Η δεύτερη, όμως, άποψη, η οποία κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος, μοιάζει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και αξίζει να την επεξεργαστούμε παραπάνω. Όταν αποφασίσουμε να μιλήσουμε στα παιδιά μας για τον καρκίνο, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας την ηλικία και την ψυχονοητική τους ωριμότητα, διότι από αυτήν εξαρτώνται και οι αντιδράσεις των παιδιών.
Οι συνήθεις αντιδράσεις που εκδηλώνουν τα παιδιά όταν μαθαίνουν ότι ο ένας από τους δυο γονείς ή κάποιο άλλο αγαπημένο πρόσωπο πάσχει από καρκίνο, είναι ο θυμός, το άγχος, το στρες και η κατάθλιψη. Ο βαθμός ,όμως, στον οποίο θα τις εκδηλώσουν ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία τους. Είναι ενδιαφέρον, σε αυτό το σημείο, να δούμε τα συμπτώματα των παιδιών και τον τρόπο με τον οποίο θα εκφράσουν τα συναισθήματά τους με βάση την ηλικιακή κατηγορία στην οποία ανήκουν
Τα βρέφη και τα νήπια, θα αντιληφθούν ότι κάτι αλλάζει στο περιβάλλον τους και στην καθημερινότητά τους, καθώς πιθανότατα ο ένας από τους δυο γονείς λόγω της ασθένειας δεν θα μπορεί να ανταποκρίνεται άμεσα σε όλες τις ανάγκες τους. Ανησυχίες, θυμός, σύγχυση, θλίψη, φόβος και μοναξιά είναι οι αντιδράσεις των παιδιών ηλικίας 7-10 ετών. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας ανησυχούν κυρίως για το αν ο γονιός που πάσχει θα πεθάνει, αν θα υπάρξουν αλλαγές στην οικογένεια, στην εξωτερική εμφάνιση του γονιού και γενικότερα για το τι πρόκειται να τους συμβεί. Όταν τα παιδιά δεν έχουν κλείσει ακόμη τα 10 έτη, δεν μπορούν να εκδηλώσουν τις αντιδράσεις αυτές και είτε τις σωματοποιούν είτε τις εκδηλώνουν με άλλον τρόπο, όπως με το να χάνουν κάποιες ικανότητες που μέχρι τώρα είχαν αποκτήσει, για παράδειγμα την ικανότητα να πηγαίνουν μόνα τους στο μπάνιο. Τα παιδιά ηλικίας 11-13 ετών εστιάζουν περισσότερο στην ζωή τους και για αυτό το λόγο ανησυχούν για τυχόν επιπρόσθετες ευθύνες που θα πρέπει να αναλάβουν αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο θα τους φερθούν οι συνομήλικοί τους, αν δηλαδή θα τους απορρίψουν ή αν θα τους στηρίξουν σε αυτόν τον αγώνα.
Οι έφηβοι, χαρακτηρίζονται από αμφιθυμικές τάσεις. Έχει παρατηρηθεί ότι ορισμένοι έφηβοι παρουσιάζουν μια προσκολλητική προς τον γονιό συμπεριφορά. Ασχολούνται πολύ μαζί του, με την ασθένεια από την οποία πάσχει αλλά και με την πιθανότητα οι ίδιοι να νοσήσουν. Όλα αυτά σε μια περίοδο που οι ίδιοι θα πρέπει να αυτονομηθούν και να διαμορφώσουν την δική τους ξεχωριστή προσωπικότητα. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι έφηβοι οι οποίοι επιλέγουν την αυτονομία τους, αποστασιοποιούνται από την οικογένεια και αναζητούν την στήριξη των συνομηλίκων τους.
Ενδιαφέρουσα είναι και η αντίδραση των ενήλικων παιδιών όταν μαθαίνουν ότι ο ένας από τους γονείς πάσχει από καρκίνο. Συνήθως τα ενήλικα παιδιά δεν ζουν μαζί με τους γονείς τους ούτε εξαρτάται η ύπαρξη τους από την φροντίδα των γονιών τους, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν παρουσιάζουν συμπτώματα στρες ή κατάθλιψης. Μάλιστα, τα περισσότερα από τα ενήλικα παιδιά εμπλέκονται άμεσα στην φροντίδα των άρρωστων γονιών, παρέχοντας τους συναισθηματική και κοινωνική υποστήριξη.
Μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους μιλάμε στα παιδιά μας είναι:
➢ Απαντάμε με ειλικρίνεια στις ερωτήσεις και τις ανησυχίες τους, παρέχοντας πληροφορίες οι οποίες είναι κατάλληλες για την ηλικία τους δηλαδή αν είναι πολύ μικρά τα παιδιά δεν είναι ανάγκη να τα κουράζουμε με εξειδικευμένους ιατρικούς όρους.
➢ Επικοινωνούμε μαζί τους με σαφήνεια έτσι ώστε να μειωθούν οι στρεβλές αντιλήψεις που αυτά μπορούν να έχουν για την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων. Για παράδειγμα πολλά μικρά παιδιά θεωρούν τον εαυτό τους υπεύθυνο για την ασθένεια της μαμάς τους, ότι δηλαδή εκείνα την στενοχώρησαν και αυτή αρρώστησε.
➢ Δίνουμε την ευκαιρία στα παιδιά μας να έρθουν σε επαφή με τον γιατρό μας ή με τους νοσηλευτές. Πολλά παιδιά έχουν την ανάγκη να δουν ποιοι είναι αυτοί που προσέχουν τον άρρωστο γονιό τους και να μιλήσουν μαζί τους, να τους ρωτήσουν για την ασθένεια.
➢ Τα παιδιά μπορεί κάποιες φορές να νιώσουν την ανάγκη να ρωτήσουν ή να μιλήσουν με τους δασκάλους και καθηγητές τους για τα όσα συμβαίνουν στο σπίτι τους. Καλό θα ήταν, επομένως, να έχουμε μιλήσει, προηγουμένως, με το σχολικό περιβάλλον για να μας βοηθήσει στην καλύτερη κοινωνική και συναισθηματική υποστήριξη των παιδιών.
➢ Έχει φανεί, από έρευνες, ότι είναι ιδιαίτερα ωφέλιμο για τα μεγαλύτερα παιδιά να τους έχουμε προτείνει την βοήθεια κάποιας ομάδας υποστήριξης ή κάποιου επαγγελματία υγείας, αφήνοντας τους το περιθώριο να επιλέξουν εκείνα το αν θα τον επισκεφτούν ή όχι.
➢ Προετοιμάζουμε τα παιδιά για το πως μπορεί να εξελιχθεί η νόσος, τις αλλαγές που θα υπάρξουν (απώλεια βάρους, πιθανή πτώση μαλλιών) αλλά και τις παρενέργειες της θεραπείας όπως είναι η εύκολη κόπωση.
➢ Αφήνουμε τα παιδιά και τους εφήβους να βοηθήσουν αλλά δεν τα υπερφορτώνουμε με ευθύνες και βάρη.
➢ Τα ενθαρρύνουμε να συζητήσουν μαζί μας όλες τους τις ανησυχίες, τους φόβους, τα άγχη.
➢ Τους δίνουμε τη δυνατότητα, παρά την ασθένεια του γονιού, να ακολουθήσουν κάποιες προβλέψιμες καθημερινές δραστηριότητες που έχουν συνηθίσει να επαναλαμβάνουν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη από σταθερότητα στο περιβάλλον τους.
➢ Σημαντικό είναι τα παιδιά να γνωρίζουν το όνομα της ασθένειας, το πόσο σοβαρή είναι και το τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον απ’ όσο γνωρίζετε.
➢ Για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας βεβαιωθείτε ότι έχουν εστιάσει την προσοχή τους σε εσάς, απευθυνθείτε με όρους που καταλαβαίνουν, χρησιμοποιήστε παιχνίδια, κούκλες, μαριονέτες.
➢ Για τα παιδιά σχολικής ηλικίας να επιμείνετε στο ότι δεν προκάλεσαν αυτά την ασθένεια με καμία πράξη τους, ότι δεν μπορούν να νοσήσουν από εσάς και ενημερώστε τα για το ποιος θα τα φροντίζει από εδώ και πέρα.
➢ Για τους εφήβους, δώστε λεπτομερείς πληροφορίες, εξασφαλίστε πως υπάρχει ένα πρόσωπο εκτός της πυρηνικής οικογένειας στο οποίο μπορούν να απευθυνθούν.
Σε περίπτωση που ενδιαφέρεστε για περαιτέρω πληροφορίες, παραθέτω μια ενδεικτική βιβλιογραφία:
• Harpham. W. S. (1997). When a parent has cancer: A guide to caring for your children.
• Kayser. K. and Scott. J. L. (2010). Ψυχολογική υποστήριξη του ζευγαριού με καρκίνο. Επιστημονική επιμέλεια Φ. Αναγνωστόπουλος. Εκδόσεις Πεδίο.
• McCue. K. and Bonn. R. (1994). How to help children through a parent’s serious illness. New York: St. Martin’s Press.