Κλαίγοντας για το λούτρινο αρκουδάκι του παιδιού μας, κλαίμε για τις δικές μας απώλειες
Το «Bunny», που δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο Coffee+Crumbs, δεν είναι απλώς ένα άρθρο: είναι λογοτεχνία, διαποτισμένη με τα πιο σπαραχτικά συναισθήματα της μητρότητας. Απολαύστε το.
Έκανα μια βόλτα στο Άσπεν του Κολοράντο, όταν είδα τον τέλειο σωσία του πιο αγαπημένου αντικειμένου του γιου μου: του λούτρινου κουνελιού του, το οποίο έχει ονομαστεί, πρωτότυπα, Bunny. Οι ντόπιοι αποκαλούν το βουνό της περιοχής Ajax, που είναι και το όνομα του γιου μου – γεγονός που έχει επισφραγίσει το συναισθηματικό δεσμό μου με τη σπουδαία πολιτεία του Κολοράντο. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί κάποιος να αγαπήσει στο Κολοράντο, αλλά για μένα είναι η πρώτη πολιτεία όπου έζησα μετά το γάμο μου στην οποία ένιωσα σαν στο σπίτι μου. Και όπως ήταν φυσικό, τα Βραχώδη Όρη ενέπνευσαν τα ονόματα των παιδιών μας.
Όλη εκείνη την εβδομάδα είχα τον Bunny στο μυαλό μου, γιατί είχα κάνει το λάθος να τον αφήσω στον παιδικό σταθμό. Το πρώτο βράδυ, η προσπάθειά μου να αποκοιμήσω τον Ajax αποδείχθηκε μια επώδυνη διαδικασία. Πάντα ήταν εύκολος στον ύπνο: του αρκούσε κάποιος να του δώσει ένα φιλί, να τον βάλει στην κούνια του και να βγει από το δωμάτιο. Αλλά εκείνη τη νύχτα την πέρασε κλαίγοντας στην κούνια του και αναζητώντας τον Bunny. Δοκίμασα ό,τι μπορούσα να φανταστώ, ακόμα και να μπω μέσα στην κούνια, να ξαπλώσω μαζί του και να τον αγκαλιάσω για να αποκοιμηθεί, αλλά τίποτα δεν είχε αποτέλεσμα. Τελικά αποκοιμήθηκε κλαίγοντας, ενώ εγώ στεκόμουν έξω από την πόρτα του και νιώθοντας αποτυχημένη. Γιατί όχι μόνο ήξερα τι σημαίνει να μην έχεις κοντά σου τα αντικείμενα ή τα μέρη ή τους ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις ασφάλεια, αλλά επιπλέον ήμουν αυτή που είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου τον Bunny.
Τα περασμένα χρόνια είχα μιλήσει πολλές φορές με θεραπευτές για τους συναισθηματικούς δεσμούς μου: για το πόσο δεμένη ήμουν με τους γονείς μου, και το πόσο δένομαι με άλλους ανθρώπους (ή δεν καταφέρνω να δεθώ μαζί τους). Έχω καταλήξει στο ότι λόγω του τρόπου ζωής μου, πρέπει να αντιστέκομαι στην τάση μου να δένομαι με μέρη και ανθρώπους. Μόλις αποκτώ έναν καλό φίλο μετακομίζω κάπου αλλού, για να ανταποκριθούμε οικογενειακώς στο κάλεσμα του Θείου Σαμ. Βλέπω το σύζυγό μου να φεύγει από το σπίτι και να επιστρέφει, να ξαναφεύγει και να επιστρέφει ξανά. Ακόμα και στη σχέση της μητρότητας, έναν από τους πιο φυσικούς και δυνατούς δεσμούς που υπάρχουν, μπήκα με φόβο.
Σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μου στον Ajax, μετά από δύο αποβολές, βομβαρδιζόμουν με φόβους και ανησυχίες ότι δεν θα γνώριζα ποτέ το γιο μου. Πολλές φορές στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μου ο φόβος μου για το τι θα μπορούσε να συμβεί δεν με άφησε να απολαύσω τις ξεχωριστές στιγμές. Το ήξερα ότι ήμουν έγκυος, το ήξερα ότι μέσα στην κοιλιά μου υπήρχε ένα μικρό αγόρι που περίμενε να γεννηθεί, αλλά δεν μπορούσα να ξεπεράσω το βουνό των φόβων μου.
Από τη στιγμή που ο Ajax γεννήθηκε και τον ένιωσα πάνω στο στήθος μου, ένιωσα σαν να χρειαζόταν να ζητήσω από κάποιον την άδεια για να τον αγγίξω.
Δεν το είχα σχεδιάσει ο Bunny να γίνει το αγαπημένο κουκλάκι του γιου μου – υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι ο Fox. Αλλά όπως συμβαίνει με τις περισσότερες στενές σχέσεις –ιδιαίτερα με εκείνες που αναπτύσσουμε με λούτρινα ζωάκια– απλά συμβαίνουν, ίσως κατόπιν κάποιας θεϊκής παρέμβασης. Για μένα, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία ο λόγος για τον οποίο ο γιος μου προσκολλήθηκε στον Bunny. Απλώς, δεν ήθελα να τον αποχωριστεί ποτέ. Έτσι, σε εκείνο το κατάστημα στο Άσπεν του αγόρασα το ίδιο κουνελάκι, ελπίζοντας ότι θα έκανε ικανοποιητικά το καθήκον του ως σωσίας σε περίπτωση που ξεχνούσαμε ξανά τον Bunny στον παιδικό σταθμό.
Όμως από τη μέρα που ο Ajax πήρε στα χέρια του τον σωσία του Bunny, ήξερε τη διαφορά ανάμεσα σε εκείνον και τον αυθεντικό Bunny και άρχισε να τον αποκαλεί ο Άλλος Bunny. Συχνά έλεγε με περηφάνεια και χαρά ότι έχει δύο κουνελάκια, αλλά ο Bunny –ο αληθινός, αυθεντικός, πρωτότυπος Bunny– ήταν ο μοναδικός που αναζητούσε όταν ήθελε παρηγοριά ή νανούρισμα.
Τη μέρα που χάσαμε τον Bunny, κατευθυνόμασταν προς το Εθνικό Πάρκο Γιοσέμιτι. Ήμουν αναστατωμένη την ώρα της αναχώρησής μας, πιθανότατα για κάτι σημαντικό, για παράδειγμα επειδή δεν είχαμε φορτώσει τις αποσκευές μας στο αυτοκίνητο όπως πίστευα ότι θα έπρεπε να τις φορτώσουμε. Γι’ αυτόν το λόγο, δεν ακολούθησα το σύζυγό μου και τον Ajax στο φούρνο για να αγοράσουμε ντόνατς για το ταξίδι μας. Δεν ήξερα καν ότι ο Ajax πήρε μαζί του τον Bunny, για να του δείξει τα ντόνατς.
Δεν είδα τον Bunny να πέφτει.
Δεν το ήξερα ότι αφήσαμε τον Bunny πίσω μας.
Λείψαμε μόλις για τρεις νύχτες, αλλά στη διάρκειά τους δεν είχαμε σήμα στο κινητό. Και μας πήρε τέσσερις νύχτες να καταλάβουμε πού είχαμε αφήσει τον Bunny. Όταν τηλεφώνησα στο φούρνο το πέμπτο πρωί, να ρωτήσω για τον Bunny, μας είπαν ότι τον είχαν βρει, αλλά τελικά τον είχαν πετάξει στα σκουπίδια γιατί δεν είχαμε τηλεφωνήσει νωρίτερα. Αμέσως προσπάθησα να επικοινωνήσω με την υπηρεσία διακομιδής των σκουπιδιών για να μάθω ποια διαδρομή είχαν ακολουθήσει, αλλά μέχρι να καταφέρω να βρω στο τηλέφωνο τη γλυκιά, ευγενική κυρία στη χωματερή, δεν μπορούσα πια να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.
Χαίρεται, προσπαθώ να βρω το λούτρινο ζωάκι του γιου μου. Λογικά θα βρίσκεται ήδη στη χωματερή.
Λυπάμαι γλυκιά μου, χάθηκε.
Μήπως θα μπορούσα να έρθω να ρίξω μια ματιά; Θα ψάξω εγώ στα σκουπίδια…
Όχι γλυκιά μου, χάθηκε. Λυπάμαι πολύ.
Ο Bunny είχε χαθεί.
Έκλαψα για λογαριασμό του γιου μου –γιατί ήξερα πόσο θα του έλειπε ο Bunny– και μετά συνέχισα να κλαίω. Δεν μπορούσα να προστατεύσω το γιο μου από την οδύνη της απώλειας, και είχα θυμώσει που ήξερα αυτή την οδύνη τόσο καλά. Από τις αποβολές μου μέχρι τους φίλους και τις ζωές που είχα αναγκαστεί να αποχωριστώ για να αρχίσω πάλι από την αρχή, ξέρω πολύ καλά το αγκάθι ενός δεσμού που χάθηκε. Η εικόνα του Bunny, που βρισκόταν σε μια χωματερή περιτριγυρισμένος από σκουπίδια, μόνος και έρημος, ήταν για μένα πολύ σκληρή και ζωντανή.
Και μας πλήγωνε και τους δύο.
Ένα χρόνο μετά, ο Άλλος Bunny δεν ονομάζεται πλέον Άλλος Bunny. Απλώς Bunny.
Πού και πού ο Ajax με κοιτάει στα μάτια την ώρα που ετοιμάζομαι να του δώσω ένα φιλί για καληνύχτα και χωρίς πίκρα ή θυμό, με ρωτάει: «Τι χρώμα ήταν το σκουπιδιάρικο που πήρε τον Bunny;» και «Ποιες περιπέτειες, πιστεύεις, ζει τώρα ο Bunny;».
Παρόλο που, για να είμαι ειλικρινής, δεν νιώθω τυχερή που χάσαμε τον Bunny, ή για τις δικές μου απώλειες, αυτό που ξέρω –και που μπορώ να εκτιμήσω βαθιά– είναι ο συναισθηματικός δεσμός που αναδύεται, ακόμα πιο δυνατός, με κάποιον με τον οποίο έχεις ζήσει ένα βουνό από απώλειες.
Ακόμα και αν αυτός ο κάποιος είναι ένα τρίχρονο αγόρι που έχασε το λούτρινο κουνελάκι του.