Γιατί οι Σκανδιναβοί αφήνουν τα παιδιά τους να παίξουν έξω ακόμα και όταν κάνει παγωνιά;
Γιατί ήρθε η στιγμή να σταματήσουμε να είμαστε κλεισμένοι, μικροί μεγάλοι, στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος; Η Melissa L. Fenton δίνει τις απαντήσεις.
«Βγες έξω και παίξε! Απόλαυσε τη φύση! Βγες από αυτό το καταραμένο σπίτι!»
Εδώ και δύο περίπου δεκαετίες λέω τις παραπάνω φράσεις (φωνάζοντας, παρακαλώντας, τσιρίζοντας…) στα παιδιά μου. Υπάρχει κάτι αφύσικο στο να φυλακίζεις αυτούς τους νεαρούς οργανισμούς, που ξεχειλίζουν από ενέργεια, στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού. Ωστόσο τα Αμερικανάκια, ακόμα και εκείνα που συμμετέχουν σε ομαδικά αθλήματα εξωτερικού χώρου (και έχουν την τύχη να εκτονώνονται για δεκαπέντε λεπτά, τρεις φορές την εβδομάδα) έχουν γίνει σπιτόγατοι.
Όμως δεν είναι μόνο τα παιδιά που περνούν τη ζωή τους μέσα σε ένα σπίτι, αλλά και οι γονείς. Είμαστε κολλημένοι για ώρες μπροστά σε μια οθόνη, βλέποντας το γαλάζιο του ουρανού μόνο μέσα από παράθυρα αυτοκινήτων και σχολικών λεωφορείων και αναπνέοντας φρέσκο αέρα σε χώρους στάθμευσης, καθώς βάζουμε και βγάζουμε τα παιδιά μας από πολυκαταστήματα.
Ίσως γι’ αυτό είμαστε μια χώρα γεμάτη παιδιά και γονείς που υποφέρουν από άγχος και κατάθλιψη.
Αλλά σε κάποια μέρη του κόσμου η κατάσταση είναι διαφορετική. Για την ακρίβεια, καθώς φωνάζω στα παιδιά μου «να βγουν έξω και να απολαύσουν τη φύση» εφαρμόζω μια πρακτική ανατροφής διάσημη στη Σκανδιναβία. Ονομάζεται «friluftsliv» (προφέρετα «φρι-λουφτς-λιβ») και είναι ένας τρόπος ζωής που γνώρισε διάδοση στις σκανδιναβικές χώρες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο κόσμος αγωνιζόταν να δραπετεύσει από το αστικό και βιομηχανοποιημένο περιβάλλον και να επιστρέψει στην άγρια φύση.
Σήμερα, που έχουμε συνειδητοποιήσει τα θεραπευτικά οφέλη της φύσης, το friluftsliv έχει ενσωματωθεί βαθιά στη σκανδιναβική κουλτούρα και γονεϊκότητα. Ανάμεσα στους Σουηδούς, τους Δανούς και τους Νορβηγούς είναι τόσο δημοφιλές, που η θεωρείται απόλυτα φυσιολογική και συνηθισμένη η εικόνα των ανθρώπων που πηγαίνουν στη δουλειά τους με το ποδήλατο και των παιδιών που παίζουν σε πάρκα σε θερμοκρασίες και συνθήκες που θα έκαναν ακόμα και τις πολικές αρκούδες να δυσφορούν.
Υπάρχει ένα σουηδικό ρητό που λέει ότι «Δεν υπάρχει ακατάλληλος καιρός, μόνο ακατάλληλα ρούχα». Αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τη φύση άνευ όρων και, χάρη σε αυτό, είναι πιο υγιείς και ευτυχισμένοι.
Τι είναι αυτό, όμως, στη φύση που γιατρεύει τις κουρασμένες μας ψυχές, επαναφορτίζει τις εσωτερικές μας μπαταρίες και βοηθάει το κατακερματισμένο μυαλό και τους απορρυθμισμένους βιορυθμούς μας να επανέλθουν στη φυσική τους κατάσταση; Η Linda McGurk, συγγραφέας του βιβλίου «There’s No Such Thing as Bad Weather: A Scandinavians Guide to Raising Healthy, Resilient, and Confident Kids» («Δεν υπάρχει κακός καιρός: Ένας σκανδιναβικός οδηγός ανατροφής υγιών, ανθεκτικών και γεμάτων αυτοπεποίθηση παιδιών»), το θέτει ως εξής: «Έχουμε εσωτερικά, βιολογικά ρολόγια που συγχρονίζονται με τους ρυθμούς της φύσης, λειτουργίες που καταστέλλονται από το σύγχρονο τρόπο ζωής μας».
Μετάφραση: Δεν φτιαχτήκαμε για να περνάμε όλη τη μέρα μας κοιτώντας στην οθόνη του κινητού μας.
Στο βιβλίο της, η McGurk περιγράφει λεπτομερώς όλα τα συναισθηματικά οφέλη που απολαμβάνει μια οικογένεια (και ιδιαίτερα τα παιδιά) περνώντας περισσότερο χρόνο στο ύπαιθρο και υιοθετώντας τον τρόπο ζωής που υπαγορεύει το friluftsliv. Όμως τα Αμερικανάκια έχουν λιγότερες ευκαιρίες να το κάνουν αυτό, καθώς ο χρόνος που περνούν στο ύπαιθρο περιορίζεται από το σχολείο, ενώ συνήθως τις λίγες τους ώρες σε εξωτερικούς χώρους τις περνούν συμμετέχοντας σε ανταγωνιστικά και δομημένα σπορ – κάτι που δεν ταιριάζει απαραίτητα στο friluftsliv.
Με άλλα λόγια πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά να παίζουν έξω, χωρίς να είναι απαραίτητα η συνεχής επιτήρησή μας και οι αυστηρές οδηγίες, ώστε να αποκομίσουν τα αληθινά οφέλη του friluftsliv, όπως είναι η υψηλότερη αυτοπεποίθηση, η καλλιέργεια της περιέργειας και της δημιουργικότητάς τους. Ακόμα και η σουηδική κυβέρνηση κάνει διάκριση ανάμεσα στο friluftsliv και τα ανταγωνιστικά αθλήματα, προσδιορίζοντας το πρώτο ως «όταν περνάμε χρόνο στο ύπαιθρο για να αλλάζουμε παραστάσεις και να απολαμβάνουμε τη φύση, χωρίς την πίεσης της επιτυχίας ή του ανταγωνισμού».
Δυστυχώς, στις ΗΠΑ διστάζουμε να αφήσουμε τα παιδιά μας να παίξουμε έξω, λόγω παράλογων φόβων μας όπως ότι κάποιος γείτονας θα καλέσει την Πρόνοια, ότι τα παιδιά μας θα κινδυνέψουν στον ακατάλληλο εξοπλισμό της παιδικής χαράς, ότι θα κολλήσουν μικρόβια ή ότι θα πέσουν θύματα απαγωγής. Η McGurk προσπαθεί να καθησυχάσει τους Αμερικανούς γονείς και να τους ενθαρρύνει να αφήνουν τα παιδιά να παίζουν συχνότερα έξω, βοηθώντας τα έτσι να γίνουν πιο ανθεκτικά.
«Όταν τα παιδιά παίζουν τη φύση είναι πιο ήρεμα αλλά και σε μεγαλύτερη εγρήγορση και, αν παρατηρήσουμε τις στατιστικές, σήμερα δεν κινδυνεύουν περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν», υποστηρίζει η συγγραφέας και προσθέτει: «Η διαφορά σήμερα είναι ότι τα τραγικά περιστατικά γίνονται πιο γνωστά από ό,τι στο παρελθόν».
Περιορίζοντας τα παιδιά μας σαν να είναι απροστάτευτα κοτοπουλάκια καταπιέζουμε τα φυσικά ένστικτά τους – αλλά και τα δικά μας φυσικά ένστικτα. Η φύση μας καλεί να βγούμε έξω, αλλά δυστυχώς το σχολείο και οι πολιτικές των εταιρειών όπου εργαζόμαστε στέκονται εμπόδιο. Η McGurk γράφει ότι πρέπει να διεκδικήσουμε πιο ενεργά να έχουμε πρόσβαση στα οφέλη των υπαίθριων δραστηριοτήτων.
«Για να αλλάξουν πραγματικά τα πράγματα, πρέπει περισσότεροι γονείς, εκπαιδευτικοί και άλλοι άνθρωποι υπεύθυνοι για τη φροντίδα των παιδιών να συνειδητοποιήσουν τα οφέλη του υπαίθριου παιχνιδιού», τονίζει η συγγραφέας. «Να πιέσουμε νομοθέτες και εκπροσώπους της τοπικής και κεντρικής αυτοδιοίκησης να πάρουν μεγάλες αποφάσεις για τους δημόσιους χώρους πρασίνου και τις πολιτικές που ακολουθούνται στα σχολεία».
Ο χρόνος στη φύση θα έπρεπε βασικά να είναι δεύτερη φύση μας, όχι ένα προνόμιο. Την επόμενη φορά λοιπόν που θα φωνάξετε στα παιδιά σας «Βγείτε έξω να παίξετε!», σκεφτείτε ότι ακολουθείτε τις αρχές του friluftsliv, «μιας φιλοσοφίας ζωής που βασίζεται στη βίωση της ελευθερίας στη φύση», κατά τη συγγραφέα.