Με αφορμή την επίσημη πρώτη μέρα της άνοιξης, διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το αγαπημένο μας βιβλίο «Άμπερ φάμπερ βγε!» της Χριστίνας Φραγκεσκάκη
Το «Άμπερ φάμπερ βγε!» της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, σε εικονογράφηση Μάρια Μπαχά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
«Άμπερ φάμπερ βγε!» από το ομότιτλο βιβλίο της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, σε εικονογράφηση Μάρια Μπαχά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Eκείνη τη χρονιά στη μακρινή πολιτεία, έγινε κάτι πολύ παράξενο.
Ήρθε κι έφυγε ο χειμώνας με τους παγωμένους του μήνες, με τις χιονισμένες του εβδομάδες, με τις κρύες και βροχερές του μέρες, αλλά η Άνοιξη δεν έλεγε να φανεί. Ούτε ένα πράσινο φυλλαράκι ούτε ένα κόκκινο λουλούδι ούτε ένας στρογγυλός καρπός!
Και να `φτανε μόνο αυτό; Δεν έφτανε. Ούτε μια ακτίνα του ήλιου να ζεστάνει τον καιρό ούτε ένα κομματάκι γαλανό στον σκούρο ουρανό. Τίποτα! Τίποτα!
Η Άνοιξη φαίνεται δεν είχε καμιά όρεξη να `ρθει, και ο χειμώνας άφησε στη θέση του κρύο, ομίχλη και καταχνιά.
Όλοι ήταν λυπημένοι και σκεπτικοί.
Πέρασε κάμποσος καιρός μέσα στη στενοχώρια και μια μέρα ένας σοφός γέρος που περνούσε από κείνα τα μέρη, ένας ταξιδευτής, είπε πως αυτός ξέρει γιατί η Άνοιξη δεν έρχεται. Βρήκε, λέει, στον δρόμο της ένα σκοτωμένο πουλί. Και τότε, λέει, η Άνοιξη που ήταν μια ανάσα από την πολιτεία, γύρισε πίσω. Κλείστηκε μέσα στο καστρόσπιτό της και πέταξε έξω το κλειδί. Κι ήταν τόσο μεγάλη η λύπη της, μα τόσο μεγάλη, που κατέβηκε όλες τις σκάλες του καστρόσπιτου και πέρασε τα υπόγειά της ένα ένα. Κι έφτασε στο τελευταίο της υπόγειο, το τρίτο, το πιο σκοτεινό απ` όλα, που ποτέ δεν το `χε δει το φως της μέρας! Ποτέ! Και η Άνοιξη κλειδώθηκε εκεί. Και περίμενε. Τι περίμενε; Ούτε αυτή ήξερε τι περίμενε. Ήξερε μόνο αυτό που είδε. Ένα σκοτωμένο πουλί.
Αυτά είπε ο σοφός ο γέρος, ο ταξιδευτής, κι αμέσως όλοι άρχισαν να μιλούν γρήγορα γρήγορα και ανακατωμένα:
-Να πάμε να την ελευθερώσουμε, να ψάξουμε να βρούμε το κλειδί να της ανοίξουμε!
-Μόνο που οι πόρτες της πια δεν ανοίγουν με κλειδιά, είπε ο γέρος. Άλλα πράγματα χρειάζονται τώρα. Λόγια χρειάζονται.
-Λόγια; Πού ξανακούστηκε λόγια να γίνονται κλειδιά;
-Όχι όποια κι όποια λόγια. Λόγια ταιριαστά, λόγια που γίνονται ιστορίες και τραγούδια. Αν κάποιος καταφέρει να τα βρει, να τα ταιριάξει και να της τα τραγουδήσει, αμέσως οι κλειδαριές θα υποχωρήσουν, οι πόρτες θ` ανοίξουν και η Άνοιξη θα βγει από τη φυλακή της. Και τότε, τότε θα πρασινίσουν τα βουνά, θα κοκκινίσουνε οι κάμποι, θα δέσουν οι καρποί πάνω στα δέντρα!
Όλοι αμέσως έκαναν την ίδια σκέψη και μετά κάποιος την είπε δυνατά:
-Να μαζευτούν οι πιο γραμματισμένοι, είπε. Αυτοί σίγουρα θα τα καταφέρουν να ταιριάξουν τα λόγια. Ξέρουν πολλές όμορφες λέξεις. Και ξέρουν να τις βάζουν στη σωστή σειρά. Αυτοί εξάπαντος θα τα καταφέρουν.
Έτσι, οι πρώτοι που πήγαν να τη βρουν ήταν οι γραμματισμένοι εκείνου του τόπου.
Τα είχαν ετοιμάσει όλα καλά. Τα είχαν σημειώσει τα λόγια πάνω σε πολύχρωμα χαρτιά με ωραία καλλιγραφικά γράμματα.
Στάθηκαν έξω από το καστρόσπιτο και τις φώναξαν μια μια τις λέξεις που είχαν μαζέψει, και δε λαθέψανε πουθενά:
-Έαρ!
-Μαγιάπριλο!
-Ήβη!
– Φουσκοδεντριά!
Όσες λέξεις όμως κι αν είπαν, δεν μπόρεσαν να το φτιάξουν το τραγούδι. Τίποτα δεν έφθασε στ` αυτιά της Άνοιξης, που ήταν κλεισμένη στο τελευταίο της υπόγειο, το πιο σκοτεινό απ` όλα. Δεν καταφέρανε να περάσουν από τους τοίχους τα λόγια τους, μόνο χάθηκαν στον αέρα κι έσβησαν.
Έτσι, οι γραμματισμένοι έφυγαν χωρίς την Άνοιξη!
Και πέρασε ο πρώτος χρόνος και η Άνοιξη δε φάνηκε. Ο τόπος ήταν σκοτεινός, όλα ήταν θαμμένα μέσα στο χιόνι και στον πάγο και οι άνθρωποι δε γελούσαν πια.
Μετά, μια μέρα, άρχισαν πάλι να σκέφτονται και να κουβεντιάζουν:
-Να πάνε οι νέοι της πολιτείας. Αυτοί σίγουρα θα τα καταφέρουν. Με τα νιάτα τους, με τη δύναμή τους, με την ομορφιά τους θα το φτιάξουν το τραγούδι και θα την ξεκλειδώσουν την Άνοιξη.
Έτσι, τη δεύτερη φορά, μαζεύτηκαν έξω από το καστρόσπιτο οι νέοι. Αγόρια και κορίτσια όμορφα και δυνατά .
Είχαν προετοιμαστεί κι αυτοί καλά. Τα `χαν μάθει απέξω τα λόγια τους και τα τραγούδησαν με πάθος και μεγάλη χάρη:
Ένα σου λέμε στο αυτί
έλα Άνοιξή μας, να μας βρεις.
Έχει παγώσει όλη η πόλη,
κάτω απ` του πάγου το σεντόνι.
Και τραγούδησαν ξανά και ξανά:
Κάτω απ` του πάγου το σεντόνι,
έχει παγώσει όλη η πόλη.
Η Άνοιξη κάτι άκουγε τώρα. Μια μακρινή μελωδία μόλις που έφτανε στ` αυτιά της. Πήρε λίγη δύναμη, πάτησε πάνω της και τσουπ! ανέβηκε στο δεύτερο υπόγειο. Ελάχιστο φως έμπαινε από μια χαραμάδα και λίγη, πολύ λίγη λύπη έφυγε από μέσα της και πέταξε και πάει…
Εκείνη τη χρονιά, κάποια δέντρα πρασίνισαν στην άκρη του δάσους και σε μερικές αυλές άνθισαν λίγα λουλούδια. Πασχαλιές. Άνθισαν δυο τρεις πασχαλιές. Μια ανεπαίσθητη μυρωδιά ξεχύθηκε. Και όσοι τυχεροί πέρασαν από κείνο το σημείο την ένοιωσαν τη μυρωδιά. Και αναστέναξαν βαθιά.
Όμως αυτά δεν έφταναν για ν` αλλάξουν τα πράγματα. Το μεγαλύτερο μέρος της πολιτείας ήταν παγωμένο και σκοτεινό. Το κρύο ήταν ακόμα τσουχτερό. Οι άνθρωποι περπατούσαν κουκουλωμένοι μέσα στα χοντρά τους παλτά. Και ήταν λυπημένοι! Πολύ λυπημένοι!
Και πέρασε ακόμα ένας χρόνος έτσι. Σκέφτηκαν, σκέφτηκαν, μέρες και εβδομάδες δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να σκέφτονται. Στο τέλος, την πήραν την απόφαση:
-Οι γυναίκες! είπαν. Φέτος θα πάνε οι γυναίκες. Αυτές ξέρουν όμορφα λόγια, παλιά, από τις μανάδες και τις γιαγιάδες τους. Θα τα ταιριάξουν και θα το φτιάξουν το τραγούδι. Και τότε, η Άνοιξη θα βγει από τη φυλακή της και θα `ρθει. Κι όλα θα βρουν τη θέση τους πάλι. Ο χειμώνας θα `ρχεται τον χειμώνα, κι όταν φεύγει, θα φτάνει η Άνοιξη.
Και πήγαν οι γυναίκες και τα τραγούδησαν τα λόγια τα παλιά που τα `ξεραν από τις μανάδες και τις μανάδες των μανάδων τους κι ακόμα από πιο παλιά :
Έβγα, έβγα Άνοιξή μας
κι έλα ,έλα στην αυλή μας.
Κι εμείς θα σου χορέψουμε
και θα σου μαγειρέψουμε,
μ` ασήμι και με μάλαμα
στεφάνια θα σου πλέξουμε.
Και, για να γίνουν πιο πιστευτές, έφεραν αλεύρι και νερό κι έκαναν χυλό. Και από τον χυλό έφτιαξαν μικρές μπαλίτσες και τις έριξαν στο καυτό λάδι. Αυτές απλώθηκαν μέσα στο λάδι κι έγιναν χρυσοκόκκινες τηγανίτες. Τις άλειψαν με μέλι, τις πασπάλισαν με κανέλλα κι ευωδίασε ο τόπος. Ύστερα οι γυναίκες πιάστηκαν όλες από τα χέρια κι άρχισαν τον χορό. Χόρευαν και τραγουδούσαν:
Θα σου χορέψουμε
και θα σου μαγειρέψουμε,
μ` ασήμι και με μάλαμα
στεφάνια θα σου πλέξουμε.
Κι είχαν τα λόγια τους μια θέρμη, που έφτασε μέχρι το δεύτερο το υπόγειο κι έγινε χάδι κι άγγιξε ελαφρά την καρδιά της Άνοιξης. Και λίγο περισσότερη λύπη τώρα έφυγε από μέσα της και πέταξε και πάει…Κι η Άνοιξη πήρε καινούρια δύναμη. Πάτησε πάνω της και τσουπ! ανέβηκε τώρα πιο ψηλά, στο πρώτο το υπόγειο. Εκεί υπήρχε λίγο περισσότερο φως.
Αλλά και οι γυναίκες είπαν πως κάτι είδαν κι αυτές. Μια λάμψη, λέει, βγήκε από το καστρόσπιτο κι έφτασε και στα δικά τους μάτια.
Εκείνη τη χρονιά πρασίνισαν αρκετά χωράφια. Μέρες πολλές ξεπρόβαλλε ο ήλιος μέσα από τα μαύρα σύννεφα. Δέντρα και λουλούδια άνθισαν σε κάμποσες αυλές και κήπους. Πασχαλιές κι αμυγδαλιές και τριαντάφυλλα και κουτσουπιές. Ο τόπος χρωματίστηκε σε πολλά σημεία και ξεχύνονταν πού και πού μυρωδιές. Οι άνθρωποι μερικές φορές χαμογελούσαν.
Όμως ήξεραν ότι η Άνοιξη δεν ήρθε ολόκληρη. Η μισή της καρδιά ήταν στη φυλακή ακόμα. Μόνο έστειλε λίγο φως.
Και πέρασε ακόμα ένας χρόνος έτσι. Με τη μισή καρδιά της Άνοιξης φυλακισμένη. Οι άνθρωποι σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν, αλλά δεν μπορούσαν να καταλήξουν πουθενά. Οι σκέψεις τους ήταν μπερδεμένες. Άλλα έλεγε ο ένας, άλλα ο άλλος. Τα `χαν χαμένα. Οι πιο πολλοί πια είχαν περάσει από το καστρόσπιτο της Άνοιξης. Κανένας όμως δεν είχε καταφέρει να την ελευθερώσει. Μόνο να τους στείλει με τη μισή της καρδιά ήλιο και λίγο χρώμα. Αυτό κατάφεραν.
Και περνούσε ο καιρός. Και οι άνθρωποι συνήθισαν αυτό το λίγο φως, το λίγο πράσινο, τα λίγα λουλούδια. Συνήθισαν το λίγο.
-Έτσι θα ζήσουμε! είπαν. Από δω και μπρος έτσι θα ζήσουμε!
Και μια χρονιά – θα` χε περάσει πολύς καιρός από τότε, από τότε που οι άνθρωποι εκείνης της πολιτείας συνήθισαν το λίγο -, κάποια παιδιά που έπαιζαν κρυφτό ξεμάκρυναν από τη γειτονιά τους. Και τα πήρε ο δρόμος και ξεμάκρυναν ακόμα πιο πολύ. Κι έφτασαν έξω από το καστρόσπιτο, που στο πρώτο το υπόγειο χρόνια τώρα καθόταν η Άνοιξη με τη μισή της καρδιά εκεί και την άλλη μισή έξω.
Τα παιδιά συνέχιζαν το παιχνίδι τους και από καιρό σε καιρό σταματούσαν κι έλεγαν το τραγουδάκι τους, να βρουν ποιος θα τα φυλάξει:
Άκατα μάκατα σούκουτου μπε,
άμπερ φάμπερ ντομινέ,
άκατα μάκατα σούκουτου μπε,
άμπερ φάμπερ βγε!
Και η Άνοιξη, έτσι όπως καθόταν συλλογισμένη, τα άκουσε τα λόγια τους τα ανακατωμένα που έβγαιναν ζεστά ζεστά από τα τρυφερά τους στόματα. Τις άκουσε τις φωνές τους που `ταν γεμάτες χαρά. Τρύπησαν με τη ζεστασιά τους τούς πέτρινους τοίχους του καστρόσπιτου κι έφτασαν κοντά της. Πέρασαν από τα αυτιά της και μετά ακούμπησαν την καρδιά.
Όταν τα παιδιά ξανάρχισαν το τραγούδι, ξεκίνησε κι αυτή ν` ανεβαίνει τα σκαλιά, ν` ανεβαίνει, ν` ανεβαίνει, ώσπου έφτασε πάνω, στα σαλόνια της τα φωτεινά. Πλησίασε τη μεγάλη, τη βαριά την εξώπορτα και περίμενε. Και, μόλις ακούστηκαν τα παιδιά να ξαναλένε:
Άμπερ φάμπερ βγε!
η μεγάλη, η σιδερένια εξώπορτα άνοιξε διάπλατα και η Άνοιξη έκανε έτσι δα και βγήκε!
Και τα παιδιά γύρισαν και την κοίταξαν σαστισμένα! Όμορφο που `ταν το φουστάνι της! Γεμάτο ανθισμένα λουλούδια ήταν! Άσπρα, κόκκινα, λουλακί. Κι είχε μακριά, καστανά μαλλιά. Κι ένα χαμόγελο γλυκό κι απλόχωρο είχε. Και το `δωσε όλο στα παιδιά.
-Είμαι η Άνοιξη! τους είπε.
Τα παιδιά την πλησίασαν και την αγκάλιασαν.
–Είναι η Άνοιξη! έλεγε το ένα στο άλλο , είναι η Άνοιξη! Και είδαν ότι από κοντά, από πολύ κοντά, ήταν ακόμα πιο όμορφη. Και μοσχοβολούσε! Πώς μοσχοβολούσε! Όλες τις ευωδιές του κόσμου μοσχοβολούσε!
Τα παιδιά ευτυχισμένα δεν ξεκολλούσαν από πάνω της. Άλλα την κρατούσαν από το φουστάνι, άλλα από τα λεπτά της χέρια.
Ύστερα, έκαναν έναν μεγάλο κύκλο, την έβαλαν στη μέση και ξανά της τραγουδήσανε:
Άκατα μάκατα σούκουτου μπε,
άμπερ φάμπερ ντομινέ,
άκατα μάκατα σούκουτου μπε,
άμπερ φάμπερ βγε!
Και η Άνοιξη χόρεψε για τα παιδιά τον πιο ωραίο της χορό, τον χορό της Άνοιξης! Κι ένας κορυδαλλός έβαλε τη μουσική. Κι όλα γύρω τους σταθήκανε να δούνε και ν` ακούσουν με κομμένη την ανάσα!
Εκείνη τη χρονιά ο τόπος γέμισε πουλιά. Χελιδόνια και κοτσύφια κι αηδόνια. Πετούσαν πάνω από την πολιτεία παρέες παρέες κι αλαφροζυγίζονταν στα κλαδιά και δώσ` του τραγούδι. Κανένας δε σκέφτηκε να τα χτυπήσει με τη σφεντόνα του. Τις σφεντόνες όλοι τις έθαψαν βαθιά στη γη. Άνοιξαν έναν λάκκο και τις έχωσαν. Αυτές με τον καιρό έλιωσαν κι έγιναν λίπασμα καλό. Και ο τόπος εκεί κάρπισε και φύτρωσαν όμορφα λουλούδια και μυριστικά!
Όλη η πολιτεία γέμισε λιακάδες και μοσχομύριζε από τα χιλιάδες ανθάκια, που πετούσαν κι αυτά στον αέρα μαζί με τα πουλιά. Κι οι κάμποι γέμισαν παπαρούνες, που, όταν τις έβλεπες από μακριά, νόμιζες πως ήταν κοπέλες με πράσινα φορέματα και κόκκινες ομπρέλες.
Από τότε η Άνοιξη ερχόταν κάθε χρόνο στον καιρό της. Και δεν έλειψε ποτέ. Και οι άνθρωποι ήταν πολύ ευχαριστημένοι. Γελούσαν. Και πιο πολύ απ` όλους γελούσαν τα παιδιά.