«Πώς περνάω μόνη τις μέρες μου με ένα μωρό»
Η Αμερικανίδα Sarah Bregel παρουσιάζει στην προσωπική της μαρτυρία το σκοτεινό πρόσωπο της μητρότητας – ιδιαίτερα όταν αυτή έρχεται σε μια ηλικία που όλοι οι φίλοι μας ακόμα ξενυχτούν και φλερτάρουν.
Δύο εβδομάδες μετά τον τοκετό κάθομαι στον καναπέ και θηλάζω το νεογέννητο μωρό μου. Έχει γίνει αυτόματη η κίνησή μου να σηκώνω την μπλούζα μου και να βγάζω έξω το στήθος μου. Συμβαίνει κάθε μία ώρα, κάποιες φορές και συχνότερα. Με το θηλασμό μετράω πλέον τα λεπτά στο ρολόι μέχρι το βράδυ που ο σύντροφός μου θα επιστρέψει σπίτι και θα έχω κάποιον για να μιλήσω ή για να χαζεύω πάνω από το κοκκινομάλλικο κεφαλάκι του μωρού μου.
Είμαστε στην καρδιά του χειμώνα και συχνά κάνει υπερβολικό κρύο για να βγω για περπάτημα στους χωματόδρομους γύρω από το σπίτι μας, ένα μικρό αγρόκτημα όπου μετακομίσαμε λίγο πριν να γεννήσω. Έτσι, περνάω την κάθε μέρα μου θηλάζοντας, πλένοντας και προσπαθώντας να φτιάξω ένα σάντουιτς για να φάω (άθλο που βρίσκω σχεδόν ακατόρθωτο).
Tο ξέρω ότι υποτίθεται ότι πρέπει να είμαι χαρούμενη που θηλάζω το μωρό μου. Έτσι, κάθε φορά που την ακούω να φωνάζει και εγώ αρχίζω να νιώθω το σφυγμό μου να δυναμώνει, βγάζω το στήθος μου έξω και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Υπενθυμίζω στον εαυτό μου τα αντισώματα, τα ωφέλιμα βακτήρια που της δίνω, το γεγονός ότι η μητέρα μου στη δεκαετία του ’80 θήλασε και τα δύο παιδιά της τους συνιστώμενους έξι μήνες. Αλλά θηλάζω τόσο συχνά, που οι θηλές μου έχουν ξεφλουδίσει εντελώς. Οι ώμοι μου είναι διαρκώς καμπουριασμένοι και οι μύες στην πλάτη, που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν, με καίνε. Διψάω διαρκώς και ξεχνάω να βάλω ένα ποτήρι νερό δίπλα μου προτού καθίσω να θηλάσω, αλλά το συνειδητοποιώ όταν είναι πια αργά.
Χαίρομαι που μπορώ να θηλάσω το μωρό μου και που ξέρω ότι την ταΐζω σωστά. Με ξαφνιάζει το γεγονός ότι το σώμα μου παράγει γάλα. Αλλά η ευτυχία που θα μπορούσε να μου δίνει αυτή η πράξη, διαρκώς μου διαφεύγει.
Αυτό το μωρό με αποστραγγίζει από ζωή. Με στεγνώνει. Κανένας δεν με είχε προειδοποιήσει ότι μετά τη γέννα θα αιμορραγούσα για τόσο καιρό. Ή ότι θα ένιωθα συσπάσεις στην κοιλιά μου, για ημέρες και εβδομάδες μετά τον τοκετό, κάθε φορά που θηλάζω την κόρη μου.
Καθώς δεν έχω βγει από το σπίτι από τη στιγμή που γύρισα από το μαιευτήριο, κάνω σχέδια με τον εαυτό μου. Όταν τελειώνω το θηλασμό, μαζεύω το στήθος μου και την ντύνω να βγούμε μια βόλτα. Κουμπώνω το μπουφάν μου, φοράω γάντια και μπότες. Ενώ ετομάζομαι, κάθε μερικά λεπτά πρέπει να διακόψω ό,τι κάνω για να ηρεμήσω την κόρη μου που διαμαρτύρεται μόλις την αφήνω κάτω. Την ακουμπάω στον ώμο μου και αμέσως βγάζει γουλίτσες, που τρέχουν στα μαλλιά μου και στο πάτωμα. Καθαρίζω τους λεκέδες, της αλλάζω πάνα και της φοράω ένα ζεστό φορμάκι και ένα μικροσκοπικό ροζ σκουφάκι που έπλεξε μια φίλη της μητέρας μου. Της φοράω τη ζώνη του καθίσματος του αυτοκινήτου. Την τυλίγω με κουβερτούλες.
Μέχρι να φτάσουμε στο κατώφλι της πόρτας, έχουν περάσει 45 λεπτά από την τελευταία φορά που τη θήλασα. Η κόρη μου κλωτσάει και κλαψουρίζει. Πεινάει ξανά, οπότε ξεντύνομαι, λύνω τη ζώνη του καθίσματός της και καταρρέω στον καναπέ. Το τηλέφωνό μου χτυπάει: είναι μια φίλη με την οποία κάποτε μιλούσα καθημερινά. Αλλά τώρα δεν ξέρω τι να της πω. Δεν έχω ελεύθερα χέρια για να απαντήσω. Το χαζεύω ενώ δονείται στην άκρη του καναπέ, μέχρι που πέφτει στο πάτωμα.
Όταν η κόρη μου αρχίζει να κοιμάται για μεγαλύτερα διαστήματα, ανοίγω τον παλιό υπολογιστή που έχουμε στη γωνία του υπνοδωματίου. Μετά βίας συνδέεται στο ίντερνετ, όμως κάποιες φορές ανοίγω ένα κενό έγγραφο και αρχίζω να γράφω σκέψεις που μου περνούν από το μυαλό. Δεν είμαι έτοιμη να μοιραστώ ό,τι γράφω με τον υπόλοιπο κόσμο. Αντιθέτως, ανεβάζω φωτογραφίες με πνευματώδεις λεζάντες σε ένα μαμαδίστικο μπλογκ που μόνο οι συγγενείς μου διαβάζουν. Με θετική διάθεση, για να μη θεωρήσουν ότι είμαι αχάριστη.
Κάνω scroll down στο Facebook και βλέπω χαμογελαστά πρόσωπα, χέρια που κρατούν ποτά και τσιγάρα. Φίλους που κάποτε ήταν δικοί μου, να γελούν και να αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλο. Κάποιες φορές τους μιλάω στο ίντερνετ, αλλά έχω τη φοβερή υποψία ότι νιώθουν για μένα όπως νιώθω εγώ για εκείνους. Ήμουν η πρώτη που έγινα μητέρα, και η μεταξύ μας απόσταση θυμίζει προδοσία, μόνο που κανένας από τους δυο μας δεν είναι σίγουρος για το ποιος είναι ο προδότης.
Οι μοναδικοί μου φίλοι δεν έχουν παιδιά και προσπαθώ απελπισμένα να στηριχτώ πάνω τους, μόνο που δεν είμαι αυτή που νομίζουν. Η εικόνα που έχουν στο μυαλό της είναι εκείνη μιας νέας μητέρας που λιποθυμάει στη θέα του παιδιού της, απόλυτα ολοκληρωμένη και μαγικά αναγεννημένη. Κάποιες φορές παίζω αυτόν το ρόλο, αλλά όχι πάντα.
Μόνο τις ημέρες που νιώθω τολμηρή βγάζω το μωρό μου σε ένα κοντινό πάρκο. Εκεί υπάρχουν πάντα παρέες γονιών που φαίνεται να γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους. Τους ακούω να φλυαρούν για συναντήσεις και μαθήματα γυμναστικής για μαμάδες. Είναι πέντε ή δέκα ή δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτεροι από εμένα, και όταν τους συστήνομαι κάποιος πάντα ρωτάει αν είμαι η νταντά. Στο μεταξύ, οι παλιές φιλίες μου διατηρούνται μέσα από επιφανειακές συζητήσεις και σπάνιες, σύντομες συναντήσεις. Όταν επιστρέφω τρέχοντας στο σπίτι για να φροντίσω το μωρό, με ρωτούν γιατί, και ακόμα και η απλή αυτή ερώτηση μου προκαλεί απελπισία.
Από τα πολλά πράγματα που δεν περίμενα από τη μητρότητα, αυτή η μοναξιά, που με αρπάζει από το στήθος όπως το μωρό μου, είναι το πιο δυσάρεστο. Πιάνω τον εαυτό μου να ρίχνω συχνά ματιές έξω από το παράθυρο. Συνειδητοποιώ ότι περιμένω απελπισμένα τον πατέρα του παιδιού μου να γυρίσει σπίτι. Μισώ το πόσο πολύ τον χρειάζομαι. Απεχθάνομαι που το μωρό μου με κάνει να τον χρειάζομαι περισσότερο από όσο θα ήθελα να χρειάζομαι τον οποιονδήποτε.
Ωστόσο, όταν ακούω το παλιό του τζιπ να μπαίνει στο χωματόδρομο, συχνά αφού νυχτώσει, μπορώ επιτέλους να πάρω ανάσα. Μέχρι το πρωί, στο σπίτι δεν είμαστε μόνο εγώ και το μωρό μου. Δεν είμαι μια νέα μητέρα που ξεχειλίζει από μοναξιά. Ετοιμάζω λοιπόν το δείπνο και όταν με ρωτάει πώς περάσαμε τη μέρα μας προσποιούμαι ένα χαμόγελο. Δεν μπορώ ποτέ να αποφασίσω αν σήμερα έκανα χιλιάδες μικροσκοπικά πράγματα ή απολύτως τίποτα.