«Μη με αφήσεις να ξεχάσω το πόσο μικρά είναι»
Μια ωδή στη βρεφική και νηπιακή ηλικία είναι αυτό το τρυφερό κείμενο που υπογράφει η Rasha Rushdy, μπλόγκερ και μαμά δύο παιδιών.
Κάθομαι εδώ, ανάμεσά τους στο κρεβάτι μου, με το νήπιο στα αριστερά μου και το μωρό στα δεξιά μου, ενώ αποκοιμιούνται για να ονειρευτούν γαλήνια ό,τι ονειρεύεται ένα μικρό παιδί. Αν αφουγκραστώ με προσοχή, μπορώ να ακούσω τη σταθερή, απαλή ανάσα τους και να δω το μικρό τους στήθος να ανεβοκατεβαίνει σχεδόν συντονισμένο.
Σε αυτή την ήρεμη στιγμή, παρακαλώ το σύμπαν:
Μη με αφήσεις να ξεχάσω.
Μη με αφήσεις να ξεχάσω τον τρόπο με τον οποίο οι λεπτές, μεταξένιες τριχούλες των βρεφικών μαλλιών της γαργαλούν την άκρη της μύτης μου ενώ εισπνέω την τελειότητά της, ή τα γελάκια της ενώ βυθίζω το κεφάλι μου στις δίπλες που κάνει το στρουμπουλό λαιμουδάκι της. Μυρίζει γάλα, σαπούνι και βρεφική πούδρα, παρόλο που δεν της έχω βάλει καθόλου βρεφική πούδρα. Μυρίζει αγάπη και ελπίδα και μια μαγική, μυστηριώδη ουσία που μόνο τα μωρά κατέχουν.
Μη με αφήσεις να ξεχάσω εκείνα τα μαλακά, αφράτα, ζεστά χεράκια. Τα χεράκια που με γραπώνουν λες και είμαι όλα όσα έχει ανάγκη. Τα χεράκια που με γδέρνουν όταν ξυπνάει υπερβολικά νωρίς και τη βάζω στο κρεβάτι δίπλα μου προσπαθώντας να ξεκλέψω μερικά ακόμα λεπτά ύπνου. Τα χεράκια που φτάνουν στο πρόσωπό μου διαγράφοντας το περίγραμμά του ενώ τη θηλάζω. Τα χεράκια που χρονοτριβούν, προσπαθώντας να πιαστούν για λίγο ακόμα από πάνω μου, απρόθυμα να χαλαρώσουν το κράτημά τους την ώρα που τη βάζω για ύπνο.
Μη με αφήσεις να ξεχάσω τις υπερδυνάμεις μου. Τη δύναμή μου να θεραπεύσω ένα χτύπημα με ένα φιλί, να διώξω τη στεναχώρια με μια αγκαλιά, να εξαφανίσω ένα άσχημο όνειρο με ένα νανούρισμα, να παρηγορήσω για κάθε φόβο και ανησυχία. Τη δύναμή μου να ξέρω τι ακριβώς έχει ανάγκη όταν ούτε η ίδια δεν το ξέρει. Τη δύναμή μου να την ηρεμώ μόνο με την παρουσία μου.
Μη με αφήσεις να ξεχάσω το βάρος που έχει το κεφαλάκι της ενώ αρχίζει να αποκοιμιέται πάνω στο χέρι μου καθώς τη θηλάζω ή μόλις την έχω κάνει μπάνιο και τα χεράκια της τυλίγονται γύρω από το λαιμό μου.
Μη με αφήσεις να ξεχάσω τα ποδοβολητά από τα μικρά ποδαράκια της στο πάτωμα. Μικρά ποδαράκια που τρέχουν ενώ εκείνη περιμένει όλο χαρά να την κυνηγήσω. Μικρά ποδαράκια που μπαίνουν αργά στο δωμάτιό μου μέσα στη νύχτα όταν τρομάζει από τους κεραυνούς. Μικρά ποδαράκια που χτυπούν πάνω στα πλακάκια καθώς με ακολουθεί παντού στο σπίτι, χωρίς να θέλει να κάνει τίποτα περισσότερο από ό,τι κάνω εγώ.
Μη με αφήσεις να ξεχάσω το πώς εφαρμόζει τέλεια στην αγκαλιά μου, λες και σχεδιάστηκε ειδικά γι’ αυτήν ή το πώς κλωτσούν με ενθουσιασμό τα δυνατά, στρουμπουλά ποδαράκια της ενώ παρακολουθεί ό,τι κάνω ή το πώς τα μικρά ζεστά χεράκια της ακουμπούν στην πλάτη μου.
Μη με αφήσεις να ξεχάσω το πώς λέει κάποιες λέξεις με το δικό της μοναδικό τρόπο ή μιμείται τον τόνο της φωνής μου, ή τον ήχο της δικής της φωνής ενώ τραγουδάει ή ενώ αφηγείται μία από τις ιστορίες που έχει επινοήσει.
Μη με αφήσεις να ξεχάσω το πώς τα πάντα φαίνεται να λάμπουν όταν είμαστε ξαπλωμένοι μαζί στο κρεβάτι τα τεμπέλικα πρωινά, ενώ τα παιδιά στριφογυρίζουν μαζί και γελούν και εγώ τα παρακολουθώ με περηφάνεια και ευγνωμοσύνη και αναρωτιέμαι ποιο γύρισμα της τύχης τα έφερε σε εμένα.
Μη με αφήσεις να ξεχάσω το πόσο μικρά είναι. Γιατί κάποιες φορές αυτό με κάνει να εύχομαι να μπορούσαν να μεγαλώσουν πιο γρήγορα, να κοιμούνται περισσότερο, να είναι πιο ανεξάρτητα, να μου παραχωρήσουν περισσότερο προσωπικό χώρο, να μου δώσουν λίγη ελευθερία και να με αφήσουν να κάνω ό,τι θέλω να κάνω, έστω και για μία φορά.
Αλλά το πόσο μικρά είναι –το πολύτιμο, εφήμερο μέγεθός τους– είναι αυτό που μια μέρα θα μου λείπει βαθιά και απελπισμένα, κάνοντάς με να πονάω.
Ενώ το έχω λοιπόν τώρα, άφησέ με να το απολαύσω λίγο περισσότερο, να πάρω μια λίγο πιο βαθιά ανάσα από τα παιδιά μου και να τα κρατήσω λίγο πιο σφιχτά, γιατί ποιος ξέρει πόσο γρήγορα θα πάψουν να είναι τόσο μικρά.
Μη με αφήσεις να ξεχάσω.
Σε παρακαλώ, μη με αφήσεις να ξεχάσω.