«Είμαι ένας μπαμπάς που έχω μείνει στο σπίτι να μεγαλώσω τα παιδιά μου, αλλά νιώθω ότι η έμμισθη εργασία εκτιμάται περισσότερο από τη δουλειά του γονιού»
Πώς βλέπει ο Βρετανός Paul Connolly την πατρότητα; Ιδιαίτερα από την -ασυνήθιστη – οπτική ενός πατέρα που παραχώρησε στη γυναίκα του το ρόλο του «κουβαλητή»;
Ο πατέρας μου δεν ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρος με τις ανοιχτές εκδηλώσεις αγάπης. Ή τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που το κάνει η μητέρα μου. Ή εγώ. Τα αδέρφια μου και εγώ είχαμε την καθησυχαστική βεβαιότητα ότι ο μπαμπάς μας αγαπούσε –και ότι αν υπήρχε ένα πράγμα που μπορούσαμε να ζητήσουμε από τον μπαμπά, πέρα από ένα μικρό κεφάλαιο, θα ήταν αγάπη– αλλά οι αγκαλιές, τα φιλιά και άλλες πράξεις σωματικής οικειότητας σπάνιζαν από την πλευρά του.
Μας άφηνε πάντα να κουρνιάσουμε στο στήθος του ή να φιλήσουμε το αξύριστο πιγούνι του ή να γλιστρήσουμε κάτω από το χέρι του ενώ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι ένα από εκείνα τα μεγαλειωδώς τεμπέλικα κυριακάτικα πρωινά. Και κάποια βράδια, ενώ έβλεπε τηλεόραση, μας παρακινούσε να καθίσουμε στους ώμους του και να του κάνουμε μασάζ στο γυμνό κεφάλι του. «Θα διεγείρει τους θύλακες της τρίχας και τα μαλλιά μου θα ξαναφυτρώσουν» εξηγούσε, με σοβαρό ύφος. Δεν με ένοιαζε που είχε φαλάκρα, αλλά το καθήκον εκείνο σήμαινε ότι θα βλέπαμε περισσότερο τηλεόραση, έτσι εγώ έπεφτα για ύπνο εκείνα τα βράδια που αργά από ό,τι συνήθως, με την καθησυχαστική μυρωδιά του μπαμπά στα χέρια μου. Παρ’ όλα αυτά, είχα συχνά την αίσθηση ότι ο μπαμπάς δεν σταματούσε ποτέ να εκπλήσσεται, ίσως ακόμη και να νιώθει αμήχανα, από κάθε σωματική εκδήλωση της αγάπης μας για εκείνον.
Έχω κληρονομήσει την αυτοσυγκράτηση και την εσωστρέφεια του μπαμπά – μια εσωστρέφεια που σημαίνει ότι στο συναισθηματικό του σύμπαν μπορούσαμε να ρίξουμε μόνο μερικές ματιές, σαν να το παρατηρούμε με τηλεσκόπιο. Αν μοιάζω από αυτή την άποψη με τον μπαμπά μου –αν και προσπαθώ για το αντίθετο- σίγουρα διαφέρω στο γεγονός ότι μού φαίνεται το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου να πω στα παιδιά μου ότι τα αγαπάω και να εκφράσω αυτή την αγάπη με τη σωματική επαφή. Είναι ένα ζωτικό κομμάτι του δεσμού μου με τις κόρες μου, σήμερα 7 και 10 ετών.
Αυτές οι εμπειρίες, αργά ή γρήγορα, φτάνουν αναπόφευκτα στο τέλος τους και μπορώ να αισθανθώ ότι αυτό το τέλος πλησιάζει, σαν τη μυρωδιά της βροχής στον αέρα, και διψάω να πάρω ό,τι μπορώ προτού η ζωή μας μπει σε μια νέα φάση. Μια φάση όπου, υποθέτω, ότι οι χειρονομίες τρυφερότητας θα δώσουν τη θέση τους σε νεύματα αποδοκιμασίας.
Μέχρι τότε λοιπόν αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε, κάνουμε σβούρες στον καναπέ, παλεύουμε και γαργαλάμε ο ένας τον άλλο μέχρι εκείνες να αρχίζουν να ουρλιάζουν να σταματήσω και, όταν σταματήσω, να αρχίσουν να με παρακαλούν να αρχίσω ξανά να τις γαργαλάω. Τις κυνηγώ στο διάδρομο του σπιτιού, βγάζοντας φωνές, και εκείνες τρέχουν και τσιρίζουν προτού πηδήσουν στο κρεβάτι. Όταν δεν πιέζω τους ώμους τους στο στρώμα μετρώντας δραματικά «Ένα, δύο, τρία!» προσποιούμαι ότι αποκοιμούμαι ξαφνικά, στη μέση της πάλης – με το είδος του ύπνου που θα σε πάρει στη διάρκεια μιας σχολικής συναυλίας, στην αγκαλιά της συντρόφου σου. Τότε εκείνες αγωνίζονται να ξεφύγουν κάτω από το άψυχο κουφάρι μου.
Αν λοιπόν χρειαστεί ποτέ να κουβαλήσουν ένα πτώμα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου, αν μη τι άλλο θα τους έχω αφήσει αυτή την πολύτιμη εμπειρία.
Η άνεσή μου με τις χειρονομίες αγάπης απέναντι στις κόρες μου είναι κάτι που κληρονόμησα από την εκδηλωτική μητέρα μου, αλλά θα μπορούσα να την είχα καλλιεργήσει ούτως ή άλλως. Καθώς είμαι freelance συγγραφέας, δεν υπήρχε τίποτα πιο φυσικό, όταν τελείωσε η άδεια μητρότητας της συντρόφου μου, εκείνη να επιστρέψει στις ευθύνες και το βάρος του βασικού «κουβαλητή» ενώ εγώ αναλάμβανα τις περισσότερες δουλειές του σπιτιού. Αυτό σήμαινε να χωρέσω τη συγγραφή ανάμεσα στα παιδιά, το πλυντήριο, το μαγείρεμα, τις εξορμήσεις στο σουπερμάρκετ και το πάρκο.
Δέκα χρόνια αργότερα, ξέρω καλά το μόχθο του να είσαι ο γονέας που μένει στο σπίτι και τις αρνητικές πλευρές του. Προγραμματισμένος ως άντρας να πιστεύω ότι η μόνη εργασία που αξίζει είναι αυτή που σε εξελίσσει διανοητικά, δημιουργικά και, εν προκειμένω, οικονομικά, περνάω συστηματικά περιόδους όπου υποτιμώ τον εαυτό μου και προσπαθώ να διασκεδάσω την εντύπωση ότι ξοδεύω χρόνο. Έχω νιώσει πολλές φορές, ιδιαίτερα στις περιόδους που μεσολαβούν ανάμεσα στη δημοσίευση δύο άρθρων ή δύο βιβλίων μου, ότι μόνο η πληρωμένη εργασία έχει αξία και όχι η ανατροφή και όλος ο χρόνος που έχω περάσει με χαρούμενα, ικανοποιημένα παιδιά που βγάζουν μουγκρητά ευχαρίστησης ενώ απολαμβάνουν το δείπνο τους, που αποκοιμούνται στην αγκαλιά σου ενώ εσύ τους διαβάζεις ένα βιβλίο, παρόλο που και εκείνα έχουν μάθει προ πολλού να διαβάζουν.
Τα παραπάνω συνοδεύει η αμφιβολία που βασανίζει όλους τους γονείς: Κάνω καλή δουλειά με τα παιδιά μου; Τους αφιερώνω αρκετό χρόνο; Κάνω ό,τι κάνω για χάρη τους και όχι για δικό μου συμφέρον; Μήπως ξεσπώ πάνω τους τα προβλήματά μου; Μήπως τα καταπιέζω υπερβολικά και δεν τα βοηθάω αρκετά; Μήπως τους κάνω περισσότερο κακό από όσο προβλέπεται; Μεταξύ άλλων, βλέπω όλες τις ωραίες στιγμές, τα μικρά πράγματα, να περνούν και να χάνονται, γνωρίζοντας ότι σύντομα θα ξεχαστούν και θρηνώντας το πέρασμά τους.
Ευτυχώς κάποια στιγμή υποχωρεί η ομίχλη και συνειδητοποιώ ότι παρά τις Ημέρες της Μαρμότας που ζω, με ένα ακόμα δείπνο να μαγειρέψω, ένα ακόμα σχολικό κολατσιό να πακετάρω, μια ακόμα μπουγάδα να απλώσω, η ανατροφή παιδιών δεν είναι μία υποχρέωση αλλά μια σπουδαία και αξιόλογη αποστολή. Είναι ταπεινή, επίσης, ιδιαίτερα από τη στιγμή που τα παιδιά σου δεν μπορούν να την καταλάβουν. Όταν η μικρότερη κόρη μου, η Ada, γύρισε μια μέρα πρόσφατα από το σχολείο για να ανακαλύψει ότι δεν υπήρχε καθόλου ψωμί στο σπίτι, ρώτησε, με κάποιον εκνευρισμό: «Μα τι έκανες όλη μέρα;».
Τα παιδιά σου δεν πρόκειται να συνειδητοποιήσουν τι κάνεις παρά μόνο αφού κάνουν δικά τους παιδιά. Για κάθε γονέα το να ζήσει εκείνη τη στιγμή είναι ένας καλός λόγος να παραμείνει ζωντανός για πολλά χρόνια.
Όταν μένεις στο σπίτι για να μεγαλώσεις τα παιδιά σου, η οικειότητα μαζί τους είναι αναπόφευκτη – ακόμα και αν δεν είσαι ο τύπος του γονιού που αν βρεις ένα σώβρακό τους στο πάτωμα θα το μυρίσεις να δεις αν είναι καθαρό ή βρόμικο: μια εκδοχή της ρωσικής ρουλέτας σε γονείς. Ιδιαίτερα τα πρώτα δέκα περίπου χρόνια που είσαι γονιός, τα μέχρι πρότινος καλοδιατηρημένα φρούρια του προσωπικού χώρου καταρρέουν.
Στη διάρκεια της ιστορίας, η μεγάλη πλειοψηφία των μπαμπάδων έχουν αποφύγει να καθαρίσουν τη σταθερή ροή από κόπρανα, ούρα, σάλιο, μύξα, φλέμα, αίμα, εμετό και οποιαδήποτε άλλα υγρά συνοδεύουν την ανατροφή ενός ανεξάρτητου ανθρώπου. Ποτέ δεν έχει χρειαστεί να κόψουν έναν κόμπο από τα μαλλιά του παιδιού τους, να κόψουν τα νύχια του, να βουρτσίσουν τα δόντια του, να γιατροπορέψουν τα γρατζουνίσματα και τα χτυπήματά του ή ακόμα και να σκουπίσουν τα δάκριά του με τον καρπό τους. Αντιθέτως, εθεωρείτο αποδεκτό όλα αυτά να συμβαίνουν σε ένα άλλο δωμάτιο, ενώ εκείνοι κάθονταν στην πολυθρόνα τους με την εφημερίδα και το ουίσκι τους ή ενώ καταπιάνονταν με όλες τις σημαντικές δουλειές ενός άντρα.
Αλλά αυτό συνέβαινε στο παρελθόν. Όπως πολλοί ακόμα μπαμπάδες, ξέρω ότι είμαι χωμένος στην ανατροφή των παιδιών μέχρι τα μπούνια.
Όταν η κόρη μου η Abbie ήταν περίπου 6 μηνών, χρειάστηκε να ρουφήξω τη μύξα από τη μύτη της αφού όλες οι άλλες προσπάθειες να την ανακουφίσω είχαν αποτύχει. Δυστυχώς –οι ευτυχώς- οι προσπάθειές μου δεν στέφθηκαν από ιδιαίτερη επιτυχία. Η μυτούλα της Abbie παρέμεινε βουλωμένη.
Όταν, αργότερα, είπα σε άλλους τι είχα κάνει, αναγνώριζα το ριψοκίνδυνο του πράγματος. Ταυτόχρονα όμως μοιραζόμουν μια ιστορία που έλπιζα να δείξει με παραστατικό τρόπο το πόσο βαθιά ήταν η αγάπη μου και τις θυσίες που ήμουν πρόθυμος να κάνω για τα παιδιά μου. Να το θυμάσαι αυτό, Abbie, όταν θα με επισκέπτεσαι στο γηροκομείο.
Αν υπάρχουν άντρες που λαχταρούν να γίνουν μπαμπάδες, σίγουρα δεν ήμουν ένας από αυτούς. Ως παιδί πάντα υπέθετα ότι σε κάποια φάση της ζωής μου θα αποκτούσα τα δικά μου παιδιά επειδή, απλά, αυτό κάνουν οι ενήλικες. Αλλά μεγαλώνοντας, ποτέ δεν ποθούσα να κάνω παιδιά, με την έννοια εκείνου του αρχέγονου, βιολογικού πόθου που αποδίδουμε σε γυναίκες είτε αυτό τις εκφράζει είτε όχι. Όπως οι περισσότεροι άντρες, όταν κλήθηκα να αποφασίσω ποια θα ήταν η καλύτερη στιγμή να κάνω οικογένεια, απλά ενέδωσα στις επιθυμίες της συντρόφου μου, παρά στις δικές μου.
Η ειρωνεία είναι λοιπόν ότι από τη στιγμή που η Abbie ήρθε στον κόσμο, ερωτεύτηκα. Είχε πρησμένα μάτια, ήταν κατακόκκινη και το κεφάλι της θύμιζε πύραυλο, αλλά ήμουν περισσότερο ευτυχισμένος από όσο είχα υπάρξει ποτέ στη ζωή μου και τα δάκρυά μου έπεφταν στο πρόσωπό της καθώς έσκυβα να τη φιλήσω. «Γεια σου, αγαπημένη μου», της είπα και συνεχίζω να της το λέω –όπως και στην Ada– κάθε πρωί και πολλά από τα απογεύματα για τα τελευταία δέκα χρόνια.
Στη διάρκεια των ίδιων χρόνων, προσπαθώ να σημαδέψω τη ζωή τους με τον καλό τρόπο, όπως είχε κάνει και ο δικός μου πατέρας, αν και ακολουθώ διαφορετικό δρόμο. Με φιλιά, αγκαλιές και ριψοκίνδυνες πράξεις.
Δεν έχει περάσει παρά μόλις μία εβδομάδα από τότε που τοποθέτησα μια σκάλα πάνω στο στρώμα του κρεβατιού της Ada για να φτάσω ένα διακόπτη στον ανεμιστήρα της οροφής. Θα μπορούσα φυσικά εξαρχής να είχα μετακινήσει το κρεβάτι, αλλά είναι βαρύ και, επιπλέον, η όλη διαδικασία δεν θα ήταν τόσο διασκεδαστική.
Έτσι, παρά τις διαμαρτυρίες των παιδιών μου –«Θα το πω στη μαμά», με προειδοποιούσε η Ada– είχαν την καλοσύνη να μου κρατήσουν τη σκάλα. Και καθώς το στρώμα μετακινούταν κάτω από τη σκάλα, καθώς ταλαντευόμουν σαν ναύτης στο κατάρτι, τις έβλεπα εκεί κάτω, με τα πρόσωπά τους να εκφράζουν ένα μείγμα ανησυχίας, παράνομης ευχαρίστησης και αγάπης.