Χαλαρώνουμε ακούγοντας τo μουσικό παραμύθι "Η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι" - Childit
Now Reading
Χαλαρώνουμε ακούγοντας τo μουσικό παραμύθι “Η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι”

Χαλαρώνουμε ακούγοντας τo μουσικό παραμύθι “Η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι”

Το ιδανικό soundtrack για τις μέρες των γιορτών

Το παραμύθι “Η Αγέλαστη Πολιτεία και οι καλικάντζαροι” γράφτηκε στο Μονπελιέ και μελοποιήθηκε στο Δ. Βερολίνο τα Χριστούγεννα του 1978. Εικονογραφήθηκε από τον Νίκο Μαρουλάκη, φίλο των αδελφών Κατσιμίχα που εκείνα τα χρόνια ζούσε και αυτός στο Δ. Βερολίνο.

Μουσική-Στίχοι-Κείμενο-Ερμηνεία-Αφήγηση: Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας
(από το Cd «Η Αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι»)

Μία φορά κι έναν καιρό
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μια πολιτεία
που απ’όλες εξεχώριζε σ’ ολόκληρη τη χώρα,
μια πολιτεία όμορφη μα πάντα λυπημένη,
οι άνθρωποι αγέλαστοι, χαζοί και μουτρωμένοι,
δεν ξέρανε χαμόγελο κι αγάπη τι σημαίνει.

Καθένας τους εκοίταζε μονάχα τη δουλίτσα του,
η καλημέρα ακριβή σαν να ‘τανε χρυσάφι,
ποτέ δεν παίζαν τα παιδιά στους δρόμους, στην πλατεία,
ποτέ δεν έγινε γιορτή, χορός και φασαρία,
της βγήκε και το όνομα: Αγέλαστη Πολιτεία.

Κόβε πριονάκι μου
Μουσική-Στίχοι-Κείμενο-Ερμηνεία-Αφήγηση: Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας
(από το Cd «Η Αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι»)
(αφηγηματικό μέρος)
Χίλιες φορές μας είχε πει ο παππούς την ιστορία για την παράξενη μοίρα τους. Να πελεκάνε αιώνες τώρα το δέντρο που στηρίζει τον απάνω κόσμο και να το ρίξουν χάμω –πλαφ!- σαν άδειο μπαλόνι. «Χο, χο, χο!» γέλαγε ο παππούς μου. «Χο, χο, χο!» γελάγαμε κι εμείς γιατί τους φανταζόμασταν εκεί κάτω στα έγκατα της γης να κόβουνε οι έρμοι και να τραγουδάνε με τις γαϊδουροφωνάρες τους:

(τραγούδι)
Κόβε πριονάκι μου κι η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε… το αίμα μας και βράζει!

(αφηγηματικό μέρος)
Οι κακοί άνθρωποι τους φοβούνται και τους σιχαίνονται, γιατί η ασχήμια των καλικάντζαρων τους θυμίζει τη δικιά τους την ασχήμια. Οι καλικάντζαροι πάλι το έχουν υπόψη τους και αυτούς ειδικά τους ανθρώπους διαλέγουν πάντα για να τους κάνουν τα νεύρα…«φυτίλια». Μάλιστα!! Η μόνη τους διασκέδαση είναι να ανεβαίνουν κάθε Χριστούγεννα πάνω στη γη και να δημιουργούν… έκρυθμες καταστάσεις.

Έκρυθμες καταστάσεις
Βγαίνουν τη νύχτα και γυρνούν και κάνουν χίλιες τρέλες,
στους δρόμους και στα μαγαζιά μπερδεύουν τις ταμπέλες.
Γλιστράνε μες στα σπιτικά από τις καμινάδες
και μαγαρίζουν τα γλυκά που φτιάνουν οι κυράδες.
Μπαίνουν μες στα φουρνιάρικα σα λείπουν οι ψωμάδες
και χώνουν τις χερούκλες τους μέσα στους λουκουμάδες.
Μαγεύουνε τα ζωντανά κι οι γάτες κελαηδούνε,
οι κότες νιαουρίζουνε κι οι γάϊδαροι λαλούνε.

Κόβε πριονάκι μου (2)
(αφηγηματικό μέρος)
Να, όλο κάτι τέτοια κάνουν… Των Θεοφανείων όμως… «Φεύγατε, να φεύγουμε, τι έφτασ’ ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του, ο παπάς με αγιασμό, χωριανοί με το θερμό.»
Κι έτσι γυρίζουν κακήν κακώς στον κάτω κόσμο. Αλλά εκεί -ωχ!- συμφορά τους. Το δέντρο της γης έχει θρέψει κι άντε πάλι την πριόνα απ’ την αρχή. Και άιντε πάλι οι μαύροι…

(τραγούδι)
Κόβε πριονάκι μου κι η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε… το αίμα μας και βράζει!

(αφηγηματικό μέρος)
Έτσι γινόταν. Έτσι γινόταν κι έτσι θα γίνεται στον αιώνα τον άπαντα.

Ασυνάρτητο σινάφι
Μουσική-Στίχοι-Κείμενο-Ερμηνεία-Αφήγηση: Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας
(από το Cd «Η Αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι»)
Βάλτε παντού διπλές φρουρές κι ο χρόνος δε μας φτάνει,
τρελό εστήσαμε χορό τριγύρω απ’ το καζάνι.

(αφηγηματικό μέρος)
«Αχ παρδαλό μου κι ασυνάρτητο σινάφι, μες στο τσουβάλι του αυτός μας κουβαλάει, ο τραγοπόδαρος με τη φλογέρα του που τρέχει μες στα δάση και γελάει».

(τραγούδι)
Πέστε λογάκια μαγικά, γλυκά σαν παντεσπάνι,
και πριν λαλήσει ο πετεινός, έτοιμο το βοτάνι.

Ρέιβ πάρτι
Μουσική-Στίχοι-Κείμενο-Ερμηνεία-Αφήγηση: Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας
(από το Cd «Η Αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι»)
(τραγούδι)
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
τη στίβουμε και κάνουμε μαντζούνα
και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.

(αφηγηματικό μέρος)
Όσο πέρναγε η ώρα το ξέφωτο γέμιζε καλικάντζαρους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους! Ερχόνταν συνεχώς καινούριοι, ξεπροβάλλοντας πίσω από τους χιονισμένους λόφους, καβάλα στις χήνες τους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους που χόρευαν σα μουρλοί γύρω απ’ το καζάνι. Ο Μανδρακούλος, μεθυσμένος, καβάλα ανάποδα σ’ ένα γαϊδούρι, συντόνιζε τη φάση. «Κάντε τούτο, κάντε κείνο, κάντε τ’ άλλο!» Όλοι τον «έγραφαν» κανονικά. «Εμπρός», έλεγε στο γαϊδούρι. «Βρε, που πας βρε ζωντόβολο;»
Γιατί το γαϊδούρι αντί για μπρος, πήγαινε προς τα πίσω. Είχανε πέσει σε έκσταση. Ρέιβ πάρτι!!

(τραγούδι)
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
τη στίβουμε και κάνουμε μαντζούνα
και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.

Το βαλς της Μόνικας
Μουσική-Στίχοι-Κείμενο-Ερμηνεία-Αφήγηση: Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας
(από το Cd «Η Αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι»)
(αφηγηματικό μέρος)
Εκείνο το βράδυ εγώ δεν είχα ύπνο. Στεκόμουνα μπροστά στο παράθυρο και σκεφτόμουνα… Άραγε τι δώρο μου είχαν πάρει; Και ξαφνικά βλέπω να προσγειώνεται στην αυλή μας μια χήνα που φορούσε ένα κολιέ από ρουμπίνια. «Α!», της είπα, «τι όμορφη που είσαι! – έλα μέσα.» Αυτή μου απάντησε: «Όχι, έλα εσύ έξω!» – και μου έγνεψε να ανέβω στη πλάτη της. Ανέβηκα, άνοιξε τα φτερά της και πετάξαμε ψηλά, πάνω απ’ την πόλη… Αχ! Τι όμορφα που ήταν… Εκεί ψηλά κι άλλες χήνες με τους φίλους μου στις πλάτες τους. Κάνανε κύκλους πάνω από την πολιτεία που κοιμόταν βαθειά. Ξαφνικά μια χήνα που ήταν μάλλον αρχηγός πήρε στροφή κι άρχισε να πετάει προς τους λόφους. Μα… που μας πήγαιναν; Σε λίγο κατάλαβα! Στο ξέφωτο τους είδα. Γύρω απ’ τη φωτιά τους είδα να χορεύουν και να τραγουδούν. Και καθώς οι χήνες προσγειωνόντουσαν μία – μία πάνω στο χιόνι, πετάχτηκε μέσα απ’ τη φωτιά ένας χοντρός γεροκαλικάντζαρος, ο αρχηγός των καλικάντζαρων, ο Μανδρακούλος με τ’ όνομα, κι έδωσε το σύνθημα για το χορό:

Πολύ έκρυθμες καταστάσεις
Εμπρός ν’ αρχίσει ο χορός,
ν’ αρχίσουνε οι τρέλες.
Ανοίξτε τις ομπρέλες σας
θα βρέξει καραμέλες!

Και έβρεξε ο ουρανός
γλυκά και καραμέλες,
κουβάδες χαρτοπόλεμο,
μπαλόνια και κορδέλες.
Και λουκουμάκια έβρεξε,
παστέλια και γκοφρέτες,
παιχνίδια, κούκλες που μιλούν,
ροκάνες και τρομπέτες
(ροκάνες και τρομπέτες).
Στο χιόνι που εμύριζε
σαν παγωτό βανίλια,
κάνανε τούμπες και βουτιές
και τσαλιμάκια χίλια.

Τεντούκι
(αφηγηματικό μέρος)
Παίξαμε, χορέψαμε, τραγουδήσαμε μέχρι που άρχισε να χαράζει. Τότε ο Μανδρακούλος είπε: «Ήρθε η ώρα! Γυρίστε τα παιδιά στα σπίτια τους.» Οι χήνες πήρανε τους φίλους μου και πετάξαν για την πόλη. Εγώ όμως που ήθελα να δω τη συνέχεια πήγα και κρύφτηκα πίσω από ένα θάμνο και ξαπλωμένος ανάσκελα, τεντούκι, πάνω στο χιόνι, που δεν ήταν κρύο αλλά ζεστό και μαλακό σα βαμβάκι, τους έβλεπα να ξεμακραίνουν, μέχρι που χάθηκαν ψηλά, μες στην καρδιά του ουρανού.

Βοτάνι βοτανάκι
(αφηγηματικό μέρος)
Εν τω μεταξύ κάτω στην Πολιτεία οι αγέλαστοι άνθρωποι κοιμόντουσαν τον «ύπνο του δικαίου», κοιμόντουσαν αμέριμνοι, ενώ πάνω στο λόφο πράματα και θάματα…

(τραγούδι)
Βοτάνι, βοτανάκι, εννιά φορές να βράσεις,
να γίνεις σύννεφο, στον ουρανό να φτάσεις.
Απάνω από την πόλη να πας και να σταθείς,
και πριν να ξημερώσει βροχούλα να γενείς.

Το πνεύμα της παπαρούνας
(τραγούδι-Τατιάνα Μανωλίδου)
Από το αίμα του Χριστού κι απ’ το κρυφό του δάκρυ
στου Γολγοθά τους λόφους γεννήθηκα εγώ,
έρχομαι με την άνοιξη, Αγάπη τ’ όνομα μου,
από τους μύθους έρχομαι, βαθειά, απ’ τον καιρό.
Από το αίμα του Χριστού κι απ’ το κρυφό του δάκρυ
κι απ’ των αθώων τα όνειρα είμαι πλασμένη εγώ.

Χαμός στο ίσιωμα
(τραγούδι)
Τα μάγια είναι μυστικά, μα μυστικά δε μένουν,
και πράγματα παράξενα άρχισαν να συμβαίνουν.
Ήρθε εξπρές η άνοιξη με χίλια χελιδόνια
και δυο φιλάκια έστειλε και λιώσανε τα χιόνια.
Ξημέρωσε Χριστούγεννα κι οι λόφοι πρασινίσαν
και μες στο νταλαχείμωνο οι πασχαλιές ανθίσαν.
Τα πρόβατα κελάηδαγαν γλυκά σαν αηδονάκια
κι οι αγελάδες πέταγαν ψηλά με τα πουλάκια.
Οι γέροι βγήκαν στις αυλές τα μήλα για να παίξουν,
ξύπνησαν οι τεμπέληδες και θέλαν να δουλέψουν.
Οι βλάκες γίναν έξυπνοι και οι μουγγοί μιλούσαν
και τα νερά του ποταμού ανάποδα κυλούσαν.
Όλοι στους δρόμους βγήκανε με γέλια και αστεία
και φαγοπότι στήσανε στη μέση στη πλατεία
κι ήρθαν κι οι μουσικάντηδες και πιάσαν το τραγούδι
κι όλη τη μέρα γλένταγαν, κάψαν το πελεκούδι.

(αφηγηματικό μέρος)
Ξαφνικά, οι αγέλαστοι άνθρωποι έγιναν γελαστοί, αλλά πολύ γελαστοί – και ομιλητικοί, αλλά πολύ ομιλητικοί: «Γεια σας, τι κάνετε; Χρόνια πολλά… ματς μουτς». «Υπόσχομαι», έλεγε συνεχώς ο δήμαρχος, «μπράβο δήμαρχε» φώναζαν οι παρατρεχάμενοι και σιγά σιγά, ένας ένας, οι αγέλαστοι άνθρωποι άρχισαν να χορεύουν! Μάλιστα! Να χορεύουν! Οι καλικάντζαροι το ‘παν και το ‘καναν. Τα πάνω ήρθαν κάτω! Κι ενώ συνέβαιναν όλ’ αυτά, η πόρτα του χρόνου άνοιξε διάπλατα κι άρχισαν να καταφθάνουν οι επίσημοι προσκεκλημένοι των καλικάντζαρων: Η Χιονάτη με τους εφτά νάνους, ο Μολυβένιος Στρατιώτης με τη μπαλαρίνα του, ο Τομ Σώγιερ, Die Bremerstadt Musikanten, ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας, ο γέρο-Αίσωπος με την παρέα του, ο Καραγκιόζης με την οικογένεια… «Γεια σου οικογένεια… ω, ω, ω, ω, ώπα…», «υπόσχομαι ότι…». Ο Κάρλος Καστανέντα, ο Τζέρι Γκαρσία, ο Τζίμι Χέντριξ…
Οι καλικάντζαροι βαμμένοι με μπογιές σαν Ινδιάνοι κυλιόντουσαν χάμω, έκαναν τούμπες, έκαναν ότι τους κατέβαινε και διασκέδαζαν τρελά… Χαμός στο ίσιωμα!!

See Also

Χορεύανε, χορεύανε…μέχρι που νύχτωσε…και μια γλυκιά νύστα βάρυνε τα βλέφαρα τους…Έγειραν όλοι εκεί κι αποκοιμήθηκαν… κι έτρεχε ακόμα το κρασί από τις κάνουλες των βαρελιών. Οι καλικάντζαροι καβάλησαν τις χήνες τους κι έφυγαν. Μαζί τους έφυγαν κι οι γιορτές…

Την άλλη μέρα χιόνισε. Χιόνιζε πάνω απ’ το σιωπηλό κόσμο…χιόνιζε στις καρδιές των μοναχικών ανθρώπων.

Το επόμενο πρωί
(αφηγηματικό μέρος)
Το επόμενο πρωί ξύπνησαν οι κάτοικοι της Αγέλαστης Πολιτείας, κατακουρασμένοι και αγέλαστοι όπως πριν. Το νέο μαθεύτηκε αμέσως σε όλη τη χώρα. Δυο, τρεις ξένοι που έτυχε να ‘ναι περαστικοί την ημέρα του γλεντιού το διαδώσανε παντού: «Στην Αγέλαστη Πολιτεία, κάηκε το πελεκούδι…κάηκε». Δε βαριέσαι όμως!
Οι αγέλαστοι άνθρωποι δεν πίστευαν κανέναν και τίποτα!

(τραγούδι)
Εμείς γι’ αυτά δεν είμαστε, τ’ αυτί μας δεν ιδρώνει,
εδώ τσαλίμια και γιορτές και τρέλες δε σηκώνει.
Οι ξένοι ονειρευτήκανε και λένε παραμύθια,
μ’ αν τύχει και τους πιάσουμε θα κλάψουνε στ’ αλήθεια!

Μα για να πούμε βρε παιδιά και του στραβού το δίκιο,
πως γίνεται το όνειρο να δούμε όλοι το ίδιο;

Εσύ να σκάσεις δάσκαλε και να μην επιμένεις,
και στα μικρά άλλη φορά τραγούδια μη μαθαίνεις!
Εσένανε σε πήραμε να μάθεις τα παιδιά μας,
να γράφουν να διαβάζουνε, να ‘ρθούν στα βήματα μας!
Κι όχι τραγούδια να τους λες και χαζοπαραμύθια:
βοτάνια, καλικάντζαρους και τέτοια κολοκύθια.

Αλλά εμείς τους είδαμε, ο δάσκαλος δε φταίει!
Ορίστε, τον εκάνατε τον άνθρωπο να κλαίει!
Έχουν αυτάρες και μαλλιά και ξέρουν τραγουδάκια,
πετάνε με τις χήνες τους σαν αεροπλανάκια,
έχουνε κι έναν αρχηγό που μοιάζει με μπαούλο
να ζήσεις Μανδρακούλο μας, να ζήσεις Μανδρακούλο!

Επίλογος
(αφηγηματικό μέρος)
Κύλησε σιγά- σιγά ο καιρός σαν το ροδάνι του μύλου που ποτέ δε σταματάει και το περίεργο όνειρο ξεχάστηκε. Κανείς δεν ξαναμίλησε πια γι’ αυτό στην Αγέλαστη Πολιτεία…Όμως, που και που, τα πρωινά, όταν ο ήλιος έλαμπε ζεστός και τα παιδιά παίζαν στην αυλή του σχολείου, ο γεροδάσκαλος τα άκουγε ξαφνιασμένος να τραγουδούν και να χορεύουν ένα παράξενο τραγούδι.
(τραγούδι)
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
τη στύβουμε και κάνουμε μαντζούνα
και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.

«Περίεργο! Τι ‘ναι αυτό;» Αυτός ποτέ δε τους είχε μάθει τραγούδια γιατί απλούστατα δεν ήξερε ο άνθρωπος! Κι επίσης παρατήρησε ότι κάθε φορά που πιασμένα σε κύκλους τραγουδούσαν ο ουρανός ψηλά γέμιζε κάτασπρες χήνες και τα παιδιά τις χαιρετούσαν με τα μαντηλάκια τους, έτσι όπως τις έβλεπαν να πετούν στον αέρα, σα μικρά τρεχαντήρια. Χόρευαν και τραγουδούσαν και αντιλαλούσε απ’ τις φωνές όλη η πράσινη κοιλάδα και αντιλαλούσε γλυκά απ’ τα γέλια τους, η Αγέλαστη Πολιτεία.

(τραγούδι)
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
τη στίβουμε και κάνουμε μαντζούνα
και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.

Πάνος και Χάρης Κατσιμίχας

Εκδόσεις: Μετρονόμος

© 2023 All rights reserved Powered by Brainfoodmedia.

ID - ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Scroll To Top