Πώς θα βοηθήσουμε τα παιδιά να διαχειριστούν τη ζήλια;
Ειδικά στην εποχή της τυραννίας των social media
Στην καρδιά της ζήλιας βρίσκεται η ανασφάλεια, ο φόβος ή η ανταγωνιστικότητα, όπως εξηγεί η ψυχολόγος Lea Waters, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και συγγραφέας του βιβλίου «The Strength Switch». Ένα αίσθημα προσωπικής ανεπάρκειας, ότι «κάτι μας λείπει».
Αυτή η «ανεπάρκεια» για ένα παιδί ή έναν έφηβο μπορεί να συνδέεται με την εξωτερική εμφάνιση, τον αριθμό των followers στο Instagram ή τους βαθμούς στο σχολείο που, φαινομενικά, ο συμμαθητής του απογειώνει με την ελάχιστη προσπάθεια.
Η ζήλια δεν είναι, φυσικά, «εφεύρεση» της εποχής μας, αλλά τα σημερινά παιδιά δοκιμάζονται από αυτήν περισσότερο από τους γονείς τους, σύμφωνα με τον Sameer Hinduja, καθηγητή Εγκληματολογίας και διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου του Ψηφιακού Μπούλινγκ. «Καθημερινά δέχονται πάρα πολλά μηνύματα από την κοινωνία και τους συνομηλίκους τους που εστιάζουν στις ατέλειες και τις αποτυχίες τους. Αυτό το συναισθηματικό φορτίο είναι μεγάλο για ένα νέο που τώρα προσπαθεί να χτίσει μια καλή σχέση με τον εαυτό του» εξηγεί ο ίδιος, προσθέτοντας ότι πίσω από πολλά περιστατικά ψηφιακού μπούλινγκ κρύβεται η ζήλια.
Πώς θα βοηθήσουμε λοιπόν τα παιδιά μας να αναγνωρίσουν τη ζήλια τους και να τη διαχειριστούν αποτελεσματικά, σε έναν κόσμο που φαίνεται να τους την καλλιεργεί διαρκώς;
Να μοιραστούμε μαζί τους τις δικές μας ανασφάλειες. Να αφηγηθούμε στα παιδιά μας δικές μας ιστορίες ζήλιας και πώς τις αντιμετωπίσαμε – ή ποια λάθη κάναμε και πώς πιστεύουμε, εκ των υστέρων, πώς έπρεπε να είχαμε αντιδράσει.
Να δώσουμε προσοχή στη δική μας συμπεριφορά. Η δική μας ζήλια απέναντι σε άλλους ανθρώπους μερικές φορές εκδηλώνεται έμμεσα, π.χ. μέσα από την κριτική που ασκούμε διαρκώς χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Αν δεν αναγνωρίσουμε καταρχήν το δικό μας συναίσθημα ζήλιας και δεν προσπαθήσουμε να το διαχειριστούμε με πιο υγιείς και παραγωγικούς τρόπους, πώς μπορούμε να περιμένουμε να το κάνουν τα παιδιά μας, για τα οποία είμαστε το πιο δυνατό πρότυπο;
Να τα παρακινήσουμε να αποδεχτούν το γεγονός ότι ζηλεύουν. Όταν λέμε σε ένα παιδί ότι η ζήλια δεν έχει πάντα λογική, «στο πρόσωπό του ζωγραφίζεται τεράστια ανακούφιση» πιστεύει η ψυχολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Untangled», Lisa Damour. Μπορούμε λοιπόν να του πούμε, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ειδικό, κάτι τέτοιο: «Ίσως να μετάνιωσες για τον τρόπο που αντέδρασες αρχικά, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι στη συνέχεια να δείξεις σεβασμό και αξιοπρέπεια. Να μην τονίζεις τις αδυναμίες ενός ανθρώπου στους άλλους ή να μην προσπαθείς να δυσκολέψεις για εκείνον την κατάσταση». Ακόμα και αν δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα συναισθήματά μας, μπορούμε να το κάνουμε με τη συμπεριφορά μας.
Να τονίσουμε στα παιδιά μας τα δυνατά σημεία τους. Με αυτό τον τρόπο, θα τα βοηθήσουμε να ξεπεράσουν το αίσθημα ανεπάρκειας που κρύβεται συχνά πίσω από τη ζήλια. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα σε μια προσπάθειά τους, μπορούμε να τους πούμε: «Ήταν πολύ δημιουργικός ο τρόπος με τον οποίο το αντιμετώπισες». Αν πάλι αυτή η ανεπάρκεια πυροδοτείται από ένα συγκεκριμένο γεγονός, επειδή για παράδειγμα το παιδί μας απορρίφθηκε από ένα φίλο του, μπορούμε να στρέψουμε την προσοχή του σε μια άλλη, σταθερή και ουσιαστική φιλία που έχει, ή να του μιλήσουμε για τα δυνατά σημεία του που θα το βοηθήσουν να βρει νέες παρέες.
Να μην υποτιμήσουμε το σύνδρομο FOMO. Τα αρχικά του σημαίνουν Fear Of Missing Out, που σημαίνει φόβος ότι θα χάσουμε κάτι που μαθαίνουμε ότι συμβαίνει μέσα από τα social media. Ιδιαίτερα τα παιδιά στην εφηβεία καταλήγουν να νιώθουν απομονωμένα όταν βλέπουν τους συνομηλίκους τους π.χ. στο Facebook να ποστάρουν φωτογραφίες από πάρτι και βόλτες στις οποίες δεν είχαν προσκληθεί τα ίδια. Ας προσπαθήσουμε να ελέγξουμε την έκθεσή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προσφέροντάς τους δραστηριότητες και επιλογές που τα εμπνέουν να ξεκολλήσουν από την οθόνη, όπως τη συμμετοχή τους σε ένα ομαδικό άθλημα ή μια καλλιτεχνική ομάδα.
Να δώσουμε στη ζήλια ένα κωμικό όνομα. Αυτό θα βοηθήσει ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά να την αναγνωρίσουν και να την αντιμετωπίσουν. Όπως συμβουλεύει η Lea Waters, μπορούμε να τους πούμε κάτι τέτοιο: «Για δες, η Ζίνα η Ζήλια επέστρεψε! Κάνε για λίγο στην άκρη και άφησέ τη να συνεχίσει το δρόμο της. Αυτή η “περσόνα” μπορεί να λειτουργήσει σαν δικλείδα ασφαλείας σε μια στιγμή όπου ένα παιδί είναι πιθανότερο να κάνει κάτι που θα πληγώσει τη φήμη του ή μια φιλία του».
Να τους προτείνουμε ένα ίνδαλμα. Αν τα παιδιά μας, για παράδειγμα, ζηλεύουν κάποιο συμμαθητή που έχει μεγαλύτερη οικονομική άνεση, μπορούμε να τους μιλήσουμε για έναν επιστήμονα ή καλλιτέχνη που έκανε τα όνειρά του πραγματικότητα ξεκινώντας από το μηδέν. Αν η κόρη μας συγκρίνει τον εαυτό τους με μια φίλη της που έχει πολύ πιο «τέλειο» σώμα, μπορούμε να της μιλήσουμε για κορίτσια plus size που ξεχωρίζουν σε ό,τι κι αν κάνουν.
Να τα παροτρύνουμε να είναι ειλικρινή με τους φίλους τους. Αν φοβούνται ότι η ζήλια τους σαμποτάρει μια φιλία τους, μπορούμε να τα συμβουλέψουμε, απλά, να είναι ειλικρινή με το φίλο ή τη φίλη τους. Να του πούμε: «Θέλω να μείνουμε φίλοι και νιώθω άσχημα που κάποιες φορές ζηλεύω. Πρέπει να το ξέρεις, γιατί η φιλία μας είναι σημαντική για μένα και δεν μπορώ να φανταστώ να τη χάνω».
Να αποφεύγουμε να τα συγκρίνουμε. Πώς μπορούμε να περιμένουμε από τα παιδιά μας να μη νιώθουν ζήλια, όταν εμείς οι ίδιοι τα συγκρίνουμε με τα αδέλφια τους ή με άλλα παιδιά, λέγοντάς τους π.χ. «δεν βλέπεις τη Μαρία πόσο καλούς βαθμούς παίρνει;» ή «κοίτα τον Γιώργο, δεν κάνει βλακείες κάθε φορά που καθόμαστε όλοι μαζί στο τραπέζι». Να μην ξεχνάμε καταρχήν εμείς οι ίδιοι ότι κάθε παιδί είναι μοναδικό, ακόμα και αν δεν παίρνει τους καλύτερους βαθμούς ή δεν είναι το πιο ψηλό στην τάξη του.
Να αναγνωρίζουμε, ταυτόχρονα, τα δυνατά σημεία των άλλων. Χωρίς να τους συγκρίνουμε με τα παιδιά μας, αναγνωρίζοντας τα ατού τους δείχνουμε στα παιδιά μας ότι μπορούμε να παραμερίσουμε τη ζήλια και τη μικροπρέπεια που συχνά τροφοδοτούν κακοπροαίρετες κριτικές, για να παραδεχτούμε π.χ. ότι κάποιος άλλος είναι πολύ καλός παίκτης ή έχει χάρισμα στη ζωγραφική.