“Μαμά γιατί δεν μιλάνε για εμάς;” μια “γλυκιά γλυκιά” ιστορία
Μαμά γιατί δεν μιλάνε για εμάς; Θυμάμαι ακόμα την ερώτηση του με εκείνο το υγρό βλέμμα να με καρφώνει…
Μαμά γιατί δεν μιλάνε για εμάς; Θυμάμαι ακόμα την ερώτηση του με εκείνο το υγρό βλέμμα να με καρφώνει κατάματα. Δεν ήξερα τι να του απαντήσω, δεν υπήρχε απάντηση για την τότε ηλικία του. Όσο για την απορία του δεν με εξέπληξε, ούτε την θεώρησα ευφυή.
Όντως δε υπήρχε πουθενά. Ήταν θέμα χρόνου να έρθει μια μέρα που θα μου έκανε αυτή την ερώτηση, όπως κι πολλές άλλες ερωτήσεις που τις πρόσμενα και ήρθανε καθώς μεγάλωνε. Η αλήθεια είναι ότι η ερώτηση του ήταν σαν διαπίστωση παρά σαν απορία ή έστω με βόλευε να πιστεύω έτσι. Δεν υπήρχε πουθενά, όπως κι εγώ σαν μαμά ενός διαβητικού παιδιού, δεν υπάρχω πουθενά.
Ούτε στο σινεμά, ούτε στα βιβλία, ούτε στην όποια τέχνη, κουλτούρα, ένδειξη κάποιου, κάποτε πολιτισμού. Εγώ το ήξερα, το βίωσα και περίμενα την στιγμή που και ο ίδιος θα το συνειδητοποιούσε και θα το αποτύπωνε. Ήταν όμως και η μέρα, η μέρα που πλησίαζαν τα γενέθλια του, θα έσβηνε κεράκια, θα τρώγανε όλοι την ευχητήρια τούρτα του και εκείνος πάλι θα έπρεπε να μετρηθεί και να κάνει ένεση, ήταν η μέρα που σκέφτηκα πάλι μήπως φταίω εγώ τελικά. Γιατί δεν έχει κι άλλα παιδάκια με διαβήτη στο γενέθλιο πάρτι του, γιατί δεν έχει κι άλλα παιδιά με σάκχαρο στην καθημερινότητα του; Γιατί έστω η διαφορετικότητα του δεν είναι εύπεπτα αναγνωρίσιμη; Γιατί ο κόσμος δεν είναι ενημερωμένος;
Τόσα γιατί και σε πόσα εγώ μπορούσα να κάνω κάτι; Δεν είχε και ήλιο εκείνο το μεσημέρι, δεν ξύπνησε και με καλό ζάχαρο, πρέπει να το ομολογήσω ότι όταν το πρωινό του σάκχαρο είναι καλό, για εμένα είναι σαν να λάμπει ο ομορφότερος ήλιος. Εκείνη την ημέρα όχι μόνο έλειπε ο ήλιος, όχι μόνο χάθηκαν τα καλά ζάχαρα από τον μετρητή άλλα είχε φτάσει και η στιγμή της πρώτης δύσκολης ερώτησης.
Γιατί μαμά δεν μιλάνε για εμάς; Γιατί μαμά δεν μιλάς για εμάς θα έπρεπε να είχε ρωτήσει. Η αγάπη του όμως για εμένα ποτέ δεν θα του επέτρεπε να ρίξει έστω και μια μονάδα κατηγόριας πάνω μου. Την έριχνα εγώ όμως, εδώ και χρονιά μέσα μου στον εαυτό μου, έπαιρνα την δική μου ευθύνη την οποία γοργά ξέπλενα στον αγώνα της κάθε έστω και ανήλεης μέρας να τον κρατάω ρυθμισμένο και να τον πονάω λιγότερο. Τότε ήταν που κάθισα και του είπα ακόμα ένα παραμύθι, ένα παραμύθι αυτήν την μέρα, εκείνη την φορά, ένα αληθινό παραμύθι.
Στην αρχή του εκμυστηρεύτικα ότι μέχρι τότε του έλεγα παραμυθία έξω από την ζωή, μύθους που ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο και τον προετοίμασα για αυτό το καινούργιο παραμύθι που είναι πιο μαγικό από όλα γιατί, γιατί μπορεί να το κατακτήσει. Ξεκίνησα με έναν βασιλιά, έναν καλό βασιλιά σε μια όμορφη πόλη. Έναν βασιλιά που αγαπούσε πιο πολύ από οτιδήποτε στον κόσμο τα παιδάκια και τα ζωάκια. Ζούσε κι φρόντιζε και η πρώτη του και η τελευταία του σκέψη ήταν να υπάρχει ευημερία για τα παιδιά και όλα τα ζωάκια της πόλης του.
Κάθε φορά που έβλεπε ένα παιδάκι και δεν ήταν χαρούμενο ή ένα ζωάκι που έδειχνε λυπημένο μπορούσε να κινήσει γη και ουρανό για να τα δει να ξαναχαμογελάνε, να τρέχουνε, να παίζουνε και να είναι ξέγνοιαστα oπως αρμόζει στις αγνές ψυχές. Μια μέρα ξαφνικά ο βασιλιάς παίρνει μια είδηση από τους αγγελιοφόρους του, εκείνους που είχε βάλει να προσέχουν όλα τα παιδάκια και όλα τα ζωάκια να είναι χαρούμενα.
Η είδηση ήταν η χειρότερη που θα μπορούσαν να φέρουν στον βασιλιά. Του ανακοίνωσαν ότι όλα τα παιδάκια και όλα τα ζωάκια ήταν λυπημένα. Ο βασιλιάς σάστισε, βγήκε έξω από το παλάτι του ξυπόλητος με τις πιτζάμες και έτρεξε σε κάθε γειτονιά και παντού έβλεπε μόνο λυπημένα παιδάκια και ζωάκια. Έφερε δώρα, έφερε φαγητά, έφερε μουσικές, έφερε διασκεδαστές τίποτα όμως δεν μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση. Ρώταγε κάθε ένα παιδάκι χωριστά γιατί ήταν λυπημένο και εκείνα δεν ήξεραν να του απαντήσουν, ρώταγε μέχρι και τα ζωάκια τα οποία είχαν μόνιμα σκυμμένο κάτω το κεφάλι.
Τότε ο βασιλιάς έφυγε μακριά, ανέβηκε στο πιο ψηλό βουνό και κάθισε στην κορυφή του πιο μεγάλου βράχου ακριβώς την ώρα που ο ήλιος ήταν κάθετος σχεδόν αμείλικτος και κατακόρυφα πάνω του, τόσο επάνω του που τον έκαιγε, τον τύφλωνε και ο βασιλιάς φώναζε, τι δεν καταλαβαίνω, τι δεν μπορώ να δω;
Ένα σύννεφο ξαφνικά μπήκε μπροστά και έφερε την σκιά στο πρόσωπο του βασιλιά.
Τότε ο βασιλιάς πετάχτηκε και άρχισε να τρέχει προς την πόλη, η μπέρτα του ανέμιζε, πιάστηκε στα κλαδιά, σκίστηκε ο βασιλιάς όμως έδειχνε να έχει βρει την λύση και τίποτα δεν τον σταματούσε. Έφτασε λαχανιασμένος στο παλάτι του κι φώναξε όλους τους αγγελιοφόρους του και προστάτες των παιδιών και των ζωών και τους ζήτησε να τρέξουν κι να δώσουν σε κάθε ένα παιδάκι ένα χαρτί κι ένα μολυβί και να τους ζητήσουν να γράψουν τι νομίζει το καθένα ότι τα κάνει ξεχωριστά. Όλα τα παιδάκια πήραν το μολυβί και με μανία έγραφαν πάνω στο χαρτί.
Ο βασιλιάς τα πήρε όλα τα χαρτιά που είχαν γράψει τα παιδάκια, τα μάζεψε και τα έριξε σε ένα πολύ μεγάλο καλάθι το οποίο έβαλε στο κέντρο της πόλης. Μετά ζήτησε από όλα τα παιδάκια να περάσουν κι να πάρουν από ένα χαρτί και να το διαβάσουν δυνατά. Μέσα σε μπόλικες ώρες είδε το χαμόγελο να επιστρέφει πίσω στα πρόσωπα των παιδιών κι είδε τα ζωάκια να γεμίζουν κι αυτά χαρά αφού οι καλύτεροί τους και πιστοί φίλοι τους ξανά ήταν ευτυχισμένοι. Τότε όλοι οι ενήλικες ρώτησαν τον βασιλιά τι ήταν αυτό που έκανε και ξαναγέμισε ευτυχία τα παιδιά.
Ο βασιλιάς αποκρίθηκε ότι όταν ένα σύννεφο ξαφνικά κρύβει τον ήλιο που αγαπάς δεν σε γεμίζει απαραίτητα σκοτεινιά αλλά σε αφήνει να ξαποστάσεις κι να δεις και την άλλη σου πλευρά, την πλευρά που συνυπάρχει μαζί σου. Εγώ είπε ποτέ δεν άφησα τα παιδιά να τους μπει κανένα σύννεφο μπροστά τους, ποτέ δεν άφησα τα παιδιά να σκοτεινιάσει το ένα το άλλο, ποτέ δεν άφησα σύννεφο να κρύψει τον ήλιο τους και έτσι ποτέ δεν άφησα τα παιδιά να γνωρίσει το ένα το άλλο καλύτερα και να γνωρίσουν όλο τους τον εαυτό.
Τώρα όλα τα παιδιά διαβάζοντας το ένα τις ιστορίες του άλλου μπόρεσαν να δουν το πόσο διαφορετικά είναι μεταξύ τους και μάθανε να βλέπει ο ένας τον άλλο χωρίς να είναι σαν να βλέπει τον καθρέπτη του. Οι ενήλικες δεν πολύ κατάλαβαν τα λόγια του βασιλιά και τότε εκείνος τους πρότρεψε να γράψουν κι αυτοί σε ένα χαρτί τι νομίζει ο καθένας ότι τους κάνει ξεχωριστούς.
Όλοι πιάσανε ένα χαρτί, γράψανε και ανταλλάξανε τα χαρτιά τους. Σε μπόλικη ώρα είδε και οι ενήλικες να αγκαλιάζονται, να κλαίνε από χαρά και να αγκαλιάζουν μαζί και τα παιδιά άσχετα αν ήταν δικά τους και όλα τα ζωάκια να κουνάνε την ουρά τους. Ο Βασιλιάς αποχώρησε σιγά, κρυφά και μπήκε στην κάμαρα του. Έπιασε ένα χαρτί, έγραψε κάτι και το έκλεισε στο θησαυροφυλάκιο του και έδωσε εντολή να το δώσουν μετά τον θάνατο του στον επόμενο βασιλιά που θα βγάζανε. Από τότε αυτή η πόλη και για πάντα δεν ήταν ολοσχερώς χαρούμενη, ήταν όμως απόλυτα αγαπημένη και όλοι μαζί αντιμετώπιζαν ότι και αν γινότανε.
Τέλειωσα το παραμύθι, δεν ήξερα τι είχε καταλάβει, έτσι κι αλλιώς τον είχε πάρει σχεδόν ο ύπνος. Την επόμενη επίσης συννεφιασμένη μέρα ο μικρός μου ήρθε από το σχολείο με καμία δεκαριά χαρτιά με ιστορίες από άλλα παιδιά. Ήταν πανευτυχής και φώναζε, δεν πειράζει σήμερα που δεν είχε ήλιο, σήμερα έμαθα και για άλλα παιδιά και εκείνα έμαθαν για εμένα. Και ξαναγύρισε και μου είπε πάλι κοιτάζοντας με κατάματα: μαμά εγώ σήμερα μίλησα για εμένα και έτσι πλέον σιγά σιγά θα μιλάνε για εμάς!
Αν εσύ δεν πεις την δική σου ιστορία δεν θα μάθεις ούτε του αλλουνού ούτε να περιμένεις να υπάρχεις πουθενά, αυτό δεν ήθελες να μου πεις; Ότι εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα και για αυτό ήταν αληθινό το παραμύθι. Όχι, εγώ η μαμά του δεν βούρκωσα, αντιθέτως γέλασα που τόσα χρόνια δεν είχα βρει κάποιο πιο έξυπνο παραμύθι να του πω. Όμως τα παιδιά, το μέλλον μας δεν θέλουν έξυπνα παραμύθια, θέλουν το μικρό συννεφάκι μπροστά από τον ήλιο τους για να τους θυμίσεις να τον κυνηγήσουν!
Γράψε την ιστορία σου, μοιράσου την και ο κόσμος θα γίνει καλύτερος για όλους μας!
με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη
http://glykouli.gr/article/pes-moy-mia-glykia-istoria-diagonismos-me-aformi-tin-pagkosmia-imera-diaviti