Λίλη Λαμπρέλλη – «Έντεκα μέρες του Απρίλη 1826»
Μιλήσαμε με τη συγγραφέα, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου, από τις εκδόσεις Πατάκη
Με αφορμή το βιβλίο της «Έντεκα μέρες του Απρίλη 1826», μιλήσαμε με τη συγγραφέα Λίλη Λαμπρέλλη.
Πώς νιώθεις που έγργαψες ένα βιβλίο για την Ελληνική Επανάσταση;
Λ.Λ. Δεν το φανταζόμουν πως κάποτε θα επιχειρούσα να γράψω κάτι βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα και συγκεκριμένα στην Ελληνική Επανάσταση. Σχεδόν πάντα γράφω είτε δικά μου παραμύθια είτε διασκευές λαϊκών παραμυθιών είτε σκέψεις πάνω στα λαϊκά παραμύθια και την αφήγησή τους – δηλαδή σχεδόν όλα όσα γράφω είτε είναι μυθοπλασία είτε κείμενα που συνδέονται με τον μυθικό λόγο. Και να που οι μέρες της Εξόδου του Μεσολογγίου μου φάνηκαν πιο ακραία μυθικές απ’ όλα τα παραμύθια που ξέρω και ήθελα διακαώς -κυριολεκτικά «διακαώς»- να τις αφηγηθώ, όπως τις βλέπω ολοζώντανες με τη δική μου ματιά, σαν όλους τους παραμυθάδες. Το γράψιμο αυτού του μικρού βιβλίου μου έδινε καθημερινά ανάσες ελευθερίας εν μέσω του σκληρού πρώτου εγκλεισμού και, παρά τη μυθική αγριότητα των ημερών της Εξόδου, με γαλήνευε γιατί μου μετάγγιζε κάτι από το θάρρος των ατρόμητων και από την τρυφερή καλοσύνη των αθώων. Κι αυτή τη στιγμή, ένα χρόνο μετά, νιώθω ακόμα τη χαρά της γραφής της ιστορίας της Εξόδου που μ’ έφερε πιο κοντά από ποτέ στην τόλμη και την αρετή, παρά τις οδυνηρές εμφύλιες διαμάχες, των ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης.
Τι στάθηκε αφορμή για να γράψεις αυτό το βιβλίο;
Λ.Λ. Αφορμή ήταν η συμμετοχή μου με ένα μικρό κείμενο σε ένα συλλογικό βιβλίο για το 1821 από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. Μόλις παρέδωσα το κείμενό μου (ακριβώς στο όριο των 450 λέξεων) ένιωσα την ανάγκη να ψάξω κι άλλο και να γράψω κι άλλο. Έτσι προέκυψε αυτό το μικρό βιβλίο.
Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για το βιβλίο;
Λ.Λ. Είναι ένα μικρό χρονικό έντεκα ημερών που για μένα ήταν η κορύφωση των δοκιμασιών και της γενναιότητας των ηρώων και ηρωίδων της τελευταίας πολιορκίας του Μεσολογγίου (εννιά μέρες πριν και δυο μέρες μετά την Έξοδο) μέσα από τη ματιά ενός εφήβου, του Μάρκου του Γελεκτσή που ενηλικιώθηκε με τη βία εκείνες τις μέρες του Απρίλη 1826.
Πώς νιώθεις ως Ελληνίδα και ως καλλιτέχνης στην εποχή του κορωνοϊού για την επέτειο της Επανάστασης;
Λ.Λ. Όπως σας είπα λίγο πριν, το βιβλίο γράφτηκε στον πρώτο εγκλεισμό (από τον Μάρτιο ως τον Μάιο του 20, το βασικό κείμενο) και ήταν για μένα μεγάλη παρηγοριά η παρέα με τους «κλεισμένους» του Μεσολογγίου. Τους ένιωθα φίλους, συγγενείς και γειτόνους της διπλανής πόρτας που όμως οι συνθήκες της ζωής τους ήταν αφάνταστα πιο σκληρές από τις δυσκολίες που ζούσαμε εμείς (θανατηφόρες επιδημίες σαν και μας αλλά και γκρεμισμένα σπίτια, καταιγισμός από βόμβες κι αδέσποτες σφαίρες, έλλειψη τροφίμων και φαρμάκων, έλλειψη των πάντων). Έτσι κάθε στιγμή οι πολιορκημένοι ήρωες και ηρωίδες του Μεσολογγίου μου θύμιζαν την καλή μου τύχη να έχω μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι μου, πόσιμο νερό, καλή ποιότητα ησυχίας, τρόφιμα στο ντουλάπι και πάνω απ’ όλα τη συναρπαστική τους ιστορία.
Ως Ελληνίδα, δεν μπορώ να το κρύψω, νιώθω πολύ μεγάλη περηφάνια για την Ελληνική Επανάσταση. Τιμώ τους αγωνιστές που μόλις δυο αιώνες πριν έδωσαν τη ζωή τους για να ζω σε ένα ελεύθερο, ανεξάρτητο κράτος. Χαίρομαι που είχα την τύχη, εκτός από τις «Έντεκα μέρες του Απρίλη 1826», να συμμετέχω και σε δυο συλλογικά βιβλία για την Επανάσταση (το πρώτο το αναφέρω παραπάνω και το δεύτερο είναι υπό έκδοση). Είναι αλήθεια ότι ως «καλλιτέχνης» απόλαυσα την κάθε λέξη που έγραψα σ’ αυτά τα κείμενα αλλά και η έρευνα που έπρεπε να προηγηθεί ήταν για μένα εξίσου συναρπαστική και γεμάτη εκπλήξεις.
Ποια παιδική ανάμνηση έχεις έντονα χαραγμένη που να αφορά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου;
Λ.Λ. Μου έχει μείνει μια ανάμνηση από σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου, της πέμπτης Δημοτικού, στη δεκαετία του 60 όπου απήγγειλα το «Εμπρός» του Κωστή Παλαμά. Η τότε δασκάλα μου, η κυρία Αργυρώ, σχετικά μεγάλης ηλικίας, πολύ κοντά στη σύνταξη και αρκετά αυστηρή, με παίνεψε τόσο πολύ που ντράπηκα. Στην πραγματικότητα πρέπει να έκανα μια μάλλον κακή απαγγελία, ακριβώς όπως και τώρα όταν με συνεπαίρνει η ποίηση που διαβάζω και τονίζω την κάθε λέξη.
Υπάρχει κάποιο ποίημα ή λογοτεχνικό έργο που αφορά την Ελληνική Επανάσταση που σε συγκινεί όταν το διαβάζεις ακόμα και σήμερα;
Λ.Λ. Με συγκινεί από παιδί το ποίημα του Victor Hugo «L’enfant», εμπνευσμένο από την Καταστροφή της Χίου (και γραμμένο το 1828, λίγα χρόνια αργότερα από τη σφαγή), στη γνωστή, υπέροχη μετάφραση του Κωστή Παλαμά («Το Ελληνόπουλο»). Ακόμα και τώρα με συνεπαίρνει ο τελευταίος στίχος «Βόλια, μπαρούτι θέλω, να!» Αυτό το «να» του Παλαμά που ξεπερνάει και το πρωτότυπο!
Ποιος είναι ο αγαπημένος σου ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης και γιατί;
Λ.Λ. Θα μπορούσα να αναφέρω πολλούς από τους επώνυμους ήρωες ή ηρωίδες των χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά η καρδιά μου χτυπάει για τα ανώνυμα παιδιά που σκοτώθηκαν για την Ελευθερία τότε και πάντα, γιατί σε όλες τις εποχές κι όλους τους τόπους υπάρχουν (και θα υπάρχουν) παιδιά – αγόρια και κορίτσια – που ξεπερνούν τα όρια του ενστίκτου της επιβίωσης και κάνουν υπερβάσεις αδιανόητες για οποιονδήποτε νοήμονα ενήλικα. Αν πρέπει να βάλω ένα όνομα, θα πω το σχεδόν άγνωστο όνομα του Γιώργου του Μπούλαλα που ήταν ένας από τους Γελεκτσήδες του Μεσολογγίου και μάλιστα δημιούργησε με δική του πρωτοβουλία την ομάδα των παιδιών που έκαναν πετροπόλεμο. Σκοτώθηκε από βόλι στους προμαχώνες, δίπλα στους αγωνιστές, πολεμώντας τους «αρματωμένους μέχρι τα δόντια» εχθρούς με τη σφεντόνα του.
Ποια προσωπικότητα έχουμε περισσότερο ανάγκη στην εποχή μας;
Λ.Λ. Πιστεύω πως έχουμε πάντα ανάγκη από ποιητές, σαν τον Σολωμό και σαν τον Βύρωνα, αλλά και από πολιτικούς με το ήθος του Καποδίστρια – και όχι μόνο. Πάντως, η προσωπική μου άποψη είναι πως ίσως θα βοηθούσε περισσότερο από το να ακολουθούμε παθητικά κάποιον περισσότερο ή λιγότερο εμπνευσμένο ηγέτη, να ήταν σε θέση ο καθένας μας να αναλαμβάνει στο ακέραιο και κάθε μέρα τις ευθύνες του ως πολίτης και ως άνθρωπος. Αυτό θα έκανε πιο βιώσιμο τον τόπο μας και τον πλανήτη. Ειδικά με την μεγάλη οικονομική κρίση που μαστίζει τον κόσμο και την εσωστρέφεια που επιβάλλει ο εγκλεισμός λόγω της πανδημίας, βλέπω όλο και περισσότερο τις λιγοστές φορές που βρίσκομαι σε ουρά (π.χ. στην τράπεζα ή στο σουπερμάρκετ) οργισμένους ανθρώπους. Είναι θλιβερό το πόση ενέργεια μπορεί να χάσει μια ομάδα ανθρώπων που περιμένει σε ουρά αν ένας είναι τοξικός και κάνει τα πάντα για να δηλητηριάσει τους άλλους. Με δυο λόγια, ο καθένας μας από το να περιμένει θαύματα από χαρισματικούς ηγέτες ή από το να γκρινιάζει προσθέτοντας μιζέρια στην υπάρχουσα δυστοπία, θα ήταν πιο χρήσιμο και για τον εαυτό του και για όλους να είναι ενεργός πολίτης και πάνω απ’ όλα «συνάνθρωπος».
Ποια εικόνα έχεις ξεχωρίσει από το βιβλίο αυτό και γιατί;
Λ.Λ. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω μία εικόνα γιατί όλο το βιβλίο είναι φτιαγμένο από εικόνες, όπως τα παραμύθια της προφορικής παράδοσης. Ίσως την εικόνα της Βασιλικής, της αρραβωνιαστικιάς του Κίτσου Τζαβέλλα, όταν της έφυγε το μαντίλι και όλοι έμειναν άφωνοι να την κοιτούν ή της Τασούλας που έλαμπε σαν ξωθιά στην κορφή του Ζυγού τη νύχτα της Εξόδου ή των Βλαχόπουλων της Σαμαρίνας της Μακεδονικής Φρουράς, μετά τον θάνατο του αρχηγού τους, Μίχου Φλώρου, όταν τραγουδούσαν τα τελευταία λόγια του, στα ελληνικά και στα βλάχικα, ανεβαίνοντας το βουνό.
Αν ο όρος επανάσταση δηλώνει μια ριζική και γρήγορη μεταβολή μιας κατάστασης ποια θα ήταν μια επανάσταση του 2021;
Λ.Λ. Θα απαντήσω ως αφηγήτρια λαϊκών παραμυθιών. Είναι κάτι που όλοι οι παραμυθάδες το ξέρουν: Δεν υπάρχει τίποτα πιο επαναστατικό από ένα λαϊκό παραμύθι, ιδίως ένα μαγικό παραμύθι που πάντα εμπεριέχει ανατροπή της αρχικής κατάστασης και πάντα καταλήγει στο «μεγάλωμα» του ήρωα. Τα μηνύματα των μαγικών παραμυθιών, μέσα από τον συμβολικό τους λόγο μιλούν για μετάβαση στην ενηλικίωση που ασφαλώς συνεπάγεται ανάληψη ευθυνών, μιλούν για συνύπαρξη που συνεπάγεται υποχωρήσεις αλλά και για πράγματα αδιαπραγμάτευτα, όπως η ατομική ελευθερία που ο ήρωας ή η ηρωίδα υπερασπίζεται μέχρι τέλους. Θα πρότεινα λοιπόν να μπει το λαϊκό παραμύθι και η αφήγησή του στην εκπαίδευση. Τίποτα πιο επαναστατικό και συγχρόνως πιο παρηγορητικό απ’ αυτό. Η ανατροπή δεν θα γινόταν από τη μια μέρα στην άλλη – δεν πιστεύω πως είναι ρεαλιστικό να γίνει μια ριζική και γρήγορη μεταβολή της κατάστασης από τη μια μέρα στην άλλη – αλλά θα μπορούσε να ξεκινήσει μια αφύπνιση συνειδήσεων.
«Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον» είπε ο Γιώργος Σεφέρης: Πιστεύει ο σημερινός άνθρωπος στην σπουδαιότητα της ιστορίας ή θέλει να γράψει ο ίδιος ιστορία ερήμην του παρελθόντος του;
Όποιος ξεκόβεται από το παρελθόν δεν έχει ρίζες. Θα πέσει στην πρώτη καταιγίδα. Τα βασικά υπαρξιακά ερωτήματα των ανθρώπων στους προφορικούς πολιτισμούς είναι «από πού, και για πού και γιατί;», όπως ακριβώς και τα δικά μας. Όσοι θέλουν να επιβιώσουν και να δημιουργήσουν, τιμούν το παρελθόν τους ενώ συγχρόνως διδάσκονται από τα λάθη που έγιναν (όπως οι εμφύλιες διαμάχες στην Ελληνική Επανάσταση) και κάνουν τα πάντα για να γίνουν καλύτεροι από τους παλιούς. Το «Άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρωνες» των Σπαρτιατών ισχύει και σήμερα στο ακέραιο και θα ισχύει πάντα.
Ποιο το περιεχόμενο για εσάς της έννοιας πατριωτισμός 200 χρόνια μετά την επανάσταση. Ή αλλιώς πώς ο σύγχρονος Έλληνας μπορεί σήμερα να κάνει πράξη την αγάπη του για την πατρίδα;
Λ.Λ. Για μένα, πατριώτης δεν είναι εκείνος που σημαιοστολίζει το σπίτι του αλλά δεν πληρώνει τους φόρους του, δεν μαζεύει σωστά τα σκουπίδια του, διεκδικεί από τους συμπολίτες του δικαιώματα που δεν έχει, είναι τοξικός με τους γείτονές του, αγανακτεί με οποιαδήποτε νόμιμη υποχρέωση. Να είσαι πατριώτης σημαίνει τώρα και πάντα να πονάς έμπρακτα τον τόπο σου. Πάνω απ’ όλα, να τηρείς τις υποχρεώσεις σου. Αν έχεις δική σου στέγη, να συνειδητοποιείς πως δεν έχεις τις ίδιες υποχρεώσεις με κάποιον που δεν έχει δική του στέγη. Να διεκδικείς τα δικαιώματά σου και τα δικαιώματα των αδυνάτων, να μην είσαι θεατής σε μιζέριες λογιών λογιών, αλλά να παίρνεις θέση. Όπως είπα και πριν, να είσαι πολίτης.
Πώς θα μιλούσες σε ένα παιδί και πώς σε έναν έφηβο για την Ελληνική Επανάσταση – που θα εστίαζες, τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που πρέπει να κρατήσουν από τον επαναστατικό αγώνα του 1821.
Σ΄ ένα παιδί θα έλεγα να μην ξεχνάει πως η Ελλάδα ήταν το πρώτο ανεξάρτητο κράτος στα Βαλκάνια, νικώντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία σ’ έναν άνισο αγώνα. Θα του έλεγα να μην το βάζει ποτέ κάτω και συγχρόνως να μην είναι τζάμπα νταής, ευτελίζοντας την ψυχή του. Ας θυμάται τους Γελεκτσήδες του Μεσολογγίου, τη σεμνότητα, την αλληλεγγύη, τη γενναιότητα και την αυτοθυσία τους. Δεν μπορούμε όλοι να είμαστε ήρωες αλλά όλοι μπορούμε να είμαστε αυθεντικοί και, στο βαθμό που αντέχουμε, γενναίοι.
Σ’ έναν έφηβο θα έλεγα πως αξίζει να σκεφτεί ότι κάποιες φορές μια ηρωική ήττα, όπως η Έξοδος του Μεσολογγίου, μπορεί να φέρει περισσότερους καρπούς από μια νίκη και πως στη ζωή υπάρχουν πολιορκίες λογιών λογιών. Είτε ο πολιορκητής είναι ένας εχθρικός στρατός είτε μια ασφυκτική κατάσταση είτε ένας τοξικός άνθρωπος, να μην παραδίδεται ποτέ. Να παλεύει πάντα για τα δικαιώματά του και για τα δικαιώματα των πιο αδύναμων, των πιο περιθωριακών, των πιο ταπεινών και να μην ξεχνάει ότι τα Ανθρώπινα Δικαιώματα μπήκαν σε όλα τα Ελληνικά Συντάγματα, ξεκινώντας από το σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα του 1797. Επίσης, να μην περιφρονεί τους ανθρώπους λίγων γραμμάτων γιατί δυστυχώς εξακολουθεί να υπάρχει αναλφαβητισμός στον μικρό μας πλανήτη και να θυμάται πως η αμαθής και βάρβαρη «κλεφτουριά», με τη γενναιότητά της μας πρόσφερε την ελευθερία, κάνοντας θυσίες που επηρέασαν και τις τέχνες και τον πολιτισμό μας αλλά και τις τέχνες και τον πολιτισμό των Ευρωπαίων και την πολιτική τους στάση απέναντι στον Αγώνα.
Η Λίλη Λαμπρέλλη, με ρίζες στη Μυτιλήνη και στη Μικρασία, γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά και μουσική στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες. Μετανάστρια κατ’ εξακολούθηση, εργάστηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα και στη συνέχεια ως μεταφράστρια στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο Λουξεμβούργο και στις Βρυξέλλες. Έχει γράψει πάνω από 20 βιβλία για παιδιά και μεγάλους. Από τον Μάρτιο του 1998 ασχολείται με την αφήγηση λαϊκών παραμυθιών προφορικής παράδοσης. Μυήθηκε στα παραμύθια από την ανθρωπολόγο Nicole Belmont και πολλούς παραμυθάδες: τον Αφρικανό Maurice Boycasse, τον Άραβα Hamadi, τον Βέλγο Stephane van Hoecke, τον Γάλλο Michel Hindenoch κι άλλους κι άλλους. Όμως δάσκαλό της θεωρεί έναν από τους μεγαλύτερους Γάλλους αφηγητές, τον Henri Gougaud και ανήκει στην ομάδα του. Είναι ιδρυτικό μέλος της βελγικής ε αφηγητών “Passeurs d’ Histoires”, και μέλος του “Μaison du Conte de Bruxelles”.
Από τις μικρές ιστορίες που έγραψε, το “Κρυμμένο νερό”, με ζωγραφιές της Φωτεινής Στεφανίδη, πήρε το 2011 το βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου.