Η ανομολόγητη μοναξιά του μπαμπά
Αν αισθάνεστε κάποιες φορές ότι είστε ο τελευταίος τροχός της αμάξης στην οικογένειά σας, δεν είστε ο μόνος που νιώθετε έτσι. Μια ειδικός σάς δείχνει πώς θα το αντιμετωπίσετε.
Κάποιοι μπαμπάδες μπορεί να νιώθετε μια –ένοχη– ανακούφιση που δεν χρειάζεται να περνάτε τόσο πολλές ώρες με τα παιδιά στο σπίτι ώστε να πρέπει να επινοείτε διαρκώς νέους τρόπους δημιουργικής απασχόλησης.
Άλλοι όμως ίσως ζηλεύετε που η σύζυγός σας έχει την ευκαιρία να περνάει περισσότερο χρόνο με τα παιδιά, χτίζοντας μαζί τους κώδικες επικοινωνίας στους οποίους αισθάνεστε ότι δεν έχετε πρόσβαση.
Πράγματι, όπως επιβεβαιώνει η Sarah Schoppe-Sullivan, μια καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο με ερευνητικό πεδίο τη σχέση πατέρα-παιδιού, οι μπαμπάδες συχνά καταλήγουν να αισθάνονται φθόνο απέναντι στα παιδιά ή τη γυναίκα τους ή σε όλα τα μέλη της οικογένειάς τους.
«Αν η μητέρα περνάει περισσότερο χρόνο με το παιδί, τότε ο άλλος γονιός μπορεί να νιώσει αποκλεισμένος», εξηγεί συνοπτικά η ειδικός. Επιπλέον, όπως προσθέτει η ίδια, η μαμά είναι περισσότερο «προγραμματισμένη» βιολογικά να δένεται με τα παιδιά της.
Τι μπορείτε να κάνετε οι μπαμπάδες, σε τέτοιες περιπτώσεις; Αντί να προσπαθήσετε να ανταγωνιστείτε τη σύντροφό σας στους ίδιους τομείς, δοκιμάστε να μοιραστείτε με τα παιδιά σας διαφορετικές εμπειρίες από εκείνες που τους προσφέρει η μαμά.
«Κάποιες φορές τα παιδιά επιζητούν την ασφάλεια, οπότε στρέφονται στο γονέα που τα φροντίζει περισσότερο [που συνήθως είναι η μαμά]», εξηγεί η Schoppe-Sullivan. «Άλλες, όταν έχουν ανάγκη από παιχνίδι ή περιπέτεια, μπορεί να πάνε στον άλλο γονιό». Όταν λοιπόν κάθε γονιός αναλαμβάνει διαφορετικούς ρόλους, το όφελος είναι διπλό, σύμφωνα με την ειδικό: Αφενός δεν αναπτύσσεται σχέση ανταγωνισμού ανάμεσα στους γονείς (αφού καθένας διαπρέπει σε διαφορετικό πεδίο), αφετέρου ικανοποιούνται πιο αποτελεσματικά οι ανάγκες των παιδιών.
Ακόμα και τότε όμως θα υπάρξουν στιγμές που ο μπαμπάς θα νιώσει ηττημένος γιατί τα παιδιά έτρεξαν και τα δύο στην αγκαλιά της μαμάς όταν άρχισε η καταιγίδα. Ή που η μαμά θα αισθανθεί ανεπαρκής που βλέπει τα παιδιά της να γελούν περισσότερο με τον μπαμπά. Το στοίχημα λοιπόν είναι οι ρόλοι κάθε γονέα να μην είναι απόλυτα διαχωρισμένοι, αλλά να εναλλάσσονται σε κάποιες περιπτώσεις.
Δηλαδή, ο «διασκεδαστής» μπαμπάς μπορεί ενίοτε να γίνεται και «προστάτης» (για παράδειγμα αναλαμβάνοντας με ένα παραμύθι να καθησυχάσει το νήπιο που ξύπνησε μέσα στη νύχτα κλαίγοντας). Ή η «προστάτιδα» μαμά μπορεί περιστασιακά να γίνει και «διασκεδαστής» (ανακαλύπτοντας, π.χ., πόσο ευχάριστα περνάει η ώρα όταν λύνει παρέα με τα παιδιά της γρίφους σε ένα βιβλίο δραστηριοτήτων).
Σε κάθε περίπτωση, οι μπαμπάδες –ή οι μαμάδες– που νιώθουν στην «απέξω» δεν πρέπει να διστάσουν να αποδεχτούν καταρχήν τα συναισθήματά τους, χωρίς τύψεις, και στη συνέχεια να τα συζητήσουν ανοιχτά με τη/το σύντροφό τους.
Τέλος, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι τα παιδιά αλλάζουν μέρα με τη μέρα. Ένα νήπιο, ας πούμε, μπορεί για μερικές εβδομάδες να δείχνει ότι έχει αδυναμία στη μαμά και μετά, ξαφνικά και χωρίς κάποιον προφανή λόγο, να γίνει η σκιά του μπαμπά.
Το μόνο που δεν αλλάζει είναι ότι ο ρόλος του γονέα έχει, ιδανικά, δύο πρωταγωνιστές στη σκηνή.