Now Reading
«Η κόρη μου έχει πάρει τα χέρια της μητέρας μου»

«Η κόρη μου έχει πάρει τα χέρια της μητέρας μου»

Σε αυτό το συγκινητικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Guardian, ο αρθρογράφος Nikesh Shukla εξηγεί πώς η μνήμη των γονιών μας παραμένει ζωντανή μέσα από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των παιδιών μας.

Η κόρη μου έχει τα δάχτυλα της μητέρας μου, τους αστραγάλους του πατέρα μου και τα δικά μου φρύδια. Ενώ μεγαλώνει, βλέπω σε αυτήν χαρακτηριστικά της δικής μου οικογένειας. Ένα βράδυ, βάζοντάς τη για ύπνο και χαϊδεύοντας τα μαλλιά της προτού κλείσω τα φώτα, όπως κάνω κάθε νύχτα, για ένα μόνο κλάσμα του δευτερολέπτου, μια στιγμή που παγώνει ο χρόνος και με ξαφνιάζει, βλέπω σε εκείνη το πρόσωπο της μητέρας μου.

Ξαπλωμένη, με τα μάτια κλειστά, ακίνητη και γαλήνια. Όπως ήταν η μητέρα μου την τελευταία φορά που την είδα. Στο γραφείο τελετών. Είχα πάει με τον μπαμπά να την αποχαιρετήσω. Δεν το ήθελα, αλλά ήμασταν και οι δύο σίγουροι ότι έπρεπε να το κάνουμε. Η θεία μου την είχε ντύσει με ένα παραδοσιακό σάρι και της είχε βάψει τα νύχια κόκκινα. Γι’ αυτό δεν θα ξεχάσω ποτέ τα χέρια της. Γιατί βλέποντας τα κόκκινα νύχια της, λύγισα και άφησα μια ανεξέλεγκτη κραυγή να βγει βαθιά μέσα από τα σωθικά μου, προτού ξεσπάσω σε κλάματα. Η μαμά δεν έβαφε ποτέ τα νύχια της. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι μετά το θάνατό της θα τυλιγόταν στις φλόγες στο κρεματόριο με βερνίκι νυχιών. Δεν της ταίριαζε. Φαινόταν εκτός τόπου και χρόνου.

Κοιτάω ξανά την κόρη μου και το πρόσωπό της ξαναγίνεται το δικό της πρόσωπο. Μόνο για ένα δευτερόλεπτο έμοιαζε με τη μαμά μου. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου – σαν να άλλαξε στιγμιαία η εικόνα, όπως βλέπουμε στα ειδικά εφέ των ταινιών τρόμου. Μόνο που δεν ήταν τρομακτικό. Ήταν παρηγορητικό.

Έχω μια φωτογραφία της μαμάς σε κορνίζα από την ημέρα του γάμου μου. Με έχω κροπάρει, γιατί ήμουν στρεσαρισμένος εκείνη τη στιγμή και δεν ήθελα να με βγάζουν φωτογραφίες. Αλλά η μαμά ήθελε, γιατί ήταν ο γάμος του γιου της και τα πάντα γύρω έλαμπαν, εκτός από το κατσουφιασμένο μου πρόσωπο. Η κόρη μου ξέρει ότι η μαμά μου έχει πεθάνει. «Μπαμπά, η μαμά σου έχει πεθάνει, έτσι δεν είναι;», με ρωτάει περιστασιακά.

«Ναι», της απαντάω.

«Γιατί πέθανε;»

«Αρρώστησε», λέω. «Αλλά δεν έγινε καλά». Δεν ξέρω πώς να εξηγήσω τον καρκίνο του πνεύμονα σε ένα τρίχρονο.
«Κι εγώ θα πεθάνω;», με ρωτάει.

«Ναι. Αλλά όχι για πολύ, πολύ καιρό», της απαντάω.

Συχνά θυμόμαστε χαρακτηριστικά ή αναμνήσεις ή αντικείμενα ανθρώπων που έχουμε χάσει. Τα χέρια της κόρης μου, που έχουν την ίδια εμφάνιση και υφή με εκείνα της γιαγιάς της, με φέρνουν πιο κοντά στη μαμά μου. Με βοηθάει στο πένθος το να γνωρίζω ότι εκείνη συνεχίζει να ζει, κατά κάποιον τρόπο.

Όταν η μητέρα μου φούσκωσε από τα στεροειδή που έπαιρνε, τα χέρια της παρέμειναν ίδια. Τις τελευταίες της εβδομάδας, που έγινε κάτισχνη, τα χέρια της δεν άλλαξαν. Ήταν μόνο στο γραφείο κηδειών, με τα νύχια της βαμμένα κόκκινα, που ένιωσα ξαφνικά ότι δεν ήταν πλέον εκεί.

Η κόρη μου δεν το καταλαβαίνει όταν της λέω ότι τα χέρια της μου θυμίζουν τη μαμά μου. Απλώς δέχεται αυτό το γεγονός και συνεχίζει τη ζωή της.

«Πώς ήταν η μαμά σου;», με ρωτάει η κόρη μου καθώς της ζητάω να με κρατήσει από το χέρι. Πηγαίνουμε στα μαγαζιά να αγοράσουμε σοκολάτα για να φτιάξουμε μια τούρτα για τα γενέθλια της γυναίκας μου.

Δείτε Επίσης

«Το όνομά της ήταν Jayshree».

«Πέθανε. Έχω τα χέρια της τώρα», μου θυμίζει η κόρη μου.

Αφήνει τα δικά μου χέρια και σηκώνει το ένα ψηλά. Φοράει γάντια. Σταματάω να περπατάω και χαμογελώ. Της βγάζω το γάντι και γυρίζω τον καρπό της ώστε το πίσω μέρος του να βλέπει προς τα πάνω.

«Βλέπεις πώς είναι ελαφρά λυγισμένο το μικρό σου δαχτυλάκι; Και το χέρι της μαμάς μου λύγιζε έτσι. Κάθε φορά που βλέπω τα χέρια σου, μου θυμίζουν τη μαμά μου και νιώθω χαρούμενος».

«Όχι λυπημένο;», με ρωτάει καθώς της ξαναφοράω το γάντι.

«Όχι», της λέω. «Όχι λυπημένος. Γιατί έχω εσένα να μου τη θυμίζεις πάντα. Λυπάμαι που δεν τη γνώρισες, αλλά χαίρομαι που μου τη θυμίζεις».

© 2023 All rights reserved Powered by Brainfoodmedia.

ID - ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Scroll To Top